διαμελίζω

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμελίζω Medium diacritics: διαμελίζω Low diacritics: διαμελίζω Capitals: ΔΙΑΜΕΛΙΖΩ
Transliteration A: diamelízō Transliteration B: diamelizō Transliteration C: diamelizo Beta Code: diameli/zw

English (LSJ)

   A dismember, D.S.3.65:—Pass., LXXDa.3.29(96), Plu.2.993b.

German (Pape)

[Seite 589] zergliedern, zrrstückeln, Sp., wie D. Sic. 3, 64.

Greek (Liddell-Scott)

διαμελίζω: κατακόπτω εἰς μέλη, Διόδ. 3. 65· - διαμελισμός, ὁ, Πλούτ. 2. 355Β.

French (Bailly abrégé)

arracher les membres, mettre en pièces.
Étymologie: διά, μέλος.

Spanish (DGE)

desmembrar, descuartizar víctimas οἱ ἱερεῖς ... καθαρὰ ποιήσαντες διαμελίζουσι I.AI 3.227, τοὺς ἀσεβεῖς ... ταῖς τῶν γυναικῶν χερσὶ ζῶντας διαμελίζοντα descuartizando (Dioniso) a los impíos en vida por manos de las mujeres D.S.3.65, τοὺς μὲν διεμέλιζε, τοὺς δὲ ἀνεσταύρου D.S.35.12, en v. pas. ὃς ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸν κύριον ... διαμελισθήσεται LXX Da.3.96, cf. Plu.2.993b.

Greek Monolingual

(AM διαμελίζω)
1. διαχωρίζω τα μέλη, κόβω σε κομμάτια, κατατεμαχίζω
2. κομματιάζω και διαμοιράζω τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς τοῡ Θεοῡ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μελίζω «κόβω κάτι σε κομμάτια»].