δωροφάγος
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A devouring gifts, greedy of presents, Hes.Op.221, 264, Plb.6.9.7.
German (Pape)
[Seite 696] Geschenke fressend, gierig nach Geschenken; Hes. O. 219. 226; Pol. 6, 9, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δωροφάγος: [ᾰ], -ον, καταβροχθίζων δῶρα, ἄπληστος δώρων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 219, 262, Πολύβ. 6. 9, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
avide de présents.
Étymologie: δῶρον, φαγεῖν.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
devorador de regalos μέγα κυδαίνων βασιλῆας δωροφάγους Hes.Op.39, cf. 221, 264, οἱ πολλοί Plb.6.9.7.
Greek Monotonic
δωροφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν), άπληστος με τα δώρα, σε Ησίοδ.