γαστραφέτης
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
ου, ὁ,
A stomach-bow, Hero Bel.81.2.
German (Pape)
[Seite 475] ὁ, eine Art Wurfmaschine, Mathem.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ un tipo de arco primitivo, Bito 61.2, Hero Bel.81.
Greek Monolingual
γαστραφέτης, ο (Α)
μεγάλο τόξο που για να το τεντώσει ο τοξότης στήριζε το χέρι του στην κοιλιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + αφέντης < αφίημι].