ἀχάτης
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
[ᾰχᾱ], ου, ὁ,
A agate, Thphr.Lap.31, J.AJ3.7.5, D.P.1075, Nonn.D.5.170.
German (Pape)
[Seite 417] ὁ, der Achat, Theophr.; D. Per. 1075.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχάτης: -ου, ὁ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Θεόφρ. π. Λίθ. 31, Διον. Π. 1075. [ᾰχᾱ]
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
agate.
Étymologie: DELG pê emprunté.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ mineral. ágata ὁ ἀ. ἀπὸ τοῦ Ἀχάτου ποταμοῦ Thphr.Lap.31, cf. LXX Ex.28.19, 36.19, Ez.28.13, I.AI 3.168, Nonn.D.5.170, λίθος ἀχάτης Gal.19.734, 735.
Greek Monolingual
ο (AM ἀχάτης)
ημιπολύτιμο πυριτικό ορυκτό, ποικιλία του χαλαζία, που παρουσιάζει ζώνες με διάφορα χρώματα και διαφορετική διαφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. και, κατά μία άποψη, σημιτικής προελεύσεως. Ο ποταμός της Σικελίας καθώς και το κύριο όνομα Αχάτης πρέπει να έλαβαν την ονομασία τους από το όνομα του λίθου].