ἀνάποινος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ον,
A without ransom, only once in neut. (as Adv., acc. to Aristarch.) ἀνάποινον Il.1.99.
German (Pape)
[Seite 203] ohne Lösegeld, umsonst, Hom. ἀνάποινον als adv., παραλλήλως mit ἀπριάτην, Iliad. 1, 99; s. das. Scholl. Aristonic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάποινος: -ον, ἄνευ ἀποίνων, δηλ. λύτρων, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἅπαξ κατ’ οὐδέτ. ἀνάποινον ὡς ἐπίρρ. ἀπριάτην ἀνάποινον, δηλ. ἀπριάδην ἀναποίνως, Ἰλ. Α. 99. Πρβλ. νήποινος.
English (Autenrieth)
(ἄποινα): without ransom, Il. 1.99†.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. -πυνος Hsch.α 4535
1 (entendido a veces como adv.), sin rescate κούρη Il.1.99, ἀ. ·ἀλύτρωτος Hsch.α 4513, cf. l.c., Sud.
2 ciren. μάταιος Hsch.α 4513, l.c.
Greek Monolingual
ἀνάποινος, -ον (Α)
αυτός που παραχωρείται ή που επιστρέφεται χωρίς λύτρα ή χωρίς δώρα (το ουδ. χρησιμοποιείται μόνο μία φορά, Ιλ. Α 99, σαν επίρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἄποινα «δώρα, λίτρα» < ποινή.