διστιχία
ἢ τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too
English (LSJ)
ἡ,
A double row or line, of fruit, J.AJ8.3.4; of ships, Sch.Il.14.31. 2 couplet, distich, Heph.Poëm.1, Sch. Ar.Nu.1348. II Medic., growth of a second row of eyelashes, Gal. 14.767.
Greek (Liddell-Scott)
διστῐχία: ἡ, διπλῆ σειρὰ ἢ γραμμή, οἷον πλοίων, Σχόλ. Ἰλ. Ξ. 31. 2) δίστιχον, Σχόλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1345. ΙΙ. παρ’ Ἰατρ., ἡ ἔκφυσις δευτέρας γραμμῆς βλεφαρίδων, Γαλην. 2, 391.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1doble fila κατὰ διστιχίαν I.AI 8.78, (νῆες) ἐν διστιχίᾳ οὐκ ἦσαν Sch.Er.Il.14.31.
2 métr. dístico Heph.Metr.1, Sch.Ar.Nu.1345D., Pax 346D.
3 medic. crecimiento de una segunda fila de pestañas, Gal.14.767, 771, 19.438, Paul.Aeg.6.11.
II segunda lista σίτου ... διστιχία segunda lista, e.e. segundo plazo del trigo en un recibo de impuestos Stud.Pal.20.200.2 (biz.).
Greek Monolingual
η (AM διστιχία)
η διστοιχίαση
αρχ.
1. διπλή σειρά ή γραμμή
2. δίστιχο
3. δεύτερος φορολογικός κατάλογος.