ἀντεπιπλέω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A sail against in turn, Th.1.54 and prob. in 1.50, Poll.1.124.
German (Pape)
[Seite 247] (s. πλέω), gegen eine anrückende Flotte segeln, Poll. 1, 124. Bei Thuc. 1, 50 alte v. l. für αντιπλέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπιπλέω: ἀντανάγομαι, πλέω ἐναντίον ἐπιπλέοντος, ἐπὶ νεῶν, Πολυδ. Α΄, 124∙ καὶ αὐτοὶ ἀντεπέπλεον Θουκ. 1. 50.
French (Bailly abrégé)
naviguer contre, s’avancer contre en parl. de vaisseaux.
Étymologie: ἀντί, ἐπιπλέω.
Spanish (DGE)
hacerse a la mar contra ἐκ τῶν Συβότων Th.1.54, cf. Poll.1.124.
Greek Monolingual
ἀντεπιπλέω (Α)
κάνω αντεπίθεση με τα πλοία.