ἀντίπους
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. οδος,
A with the feet opposite, στὰς ἀ., of one at the Antipodes, Pl. Ti.63a; so ἀ. ἔσται πορευόμενος ἕκαστος αὐτὸς αὑτῷ Arist. Cael.308b20, cf. Eratosth.16.19; οἱ ἀ. the Antipodes, Str. 1.1.13, Cleom.1.2, Cic.Acad.Pr.2.39.123, Plu.2.869c.
German (Pape)
[Seite 259] οδος, mit entgegengekehrten Füßen, Plat. Tim. 63 a; οἱ ἀντίποδες, die Gegenfüßler, Plut. fac. orb. lun. 7; Cic. Acad. II, 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ εἰς τὸ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον μέρος τῆς σφαίρας πατῶν, ἀλλ’ εἰ καὶ περὶ αὐτὸ πορεύοιτό τις ἐν κύκλῳ, πολλάκις ἂν στὰς ἀντίπους ταὐτὸν αὐτοῦ κάτω καὶ ἄνω προσείποι Πλάτ. Τίμ. 63Α· οὕτως, ἀντίπους ἔσται πορευόμενος ἕκαστος αὐτὸς αὐτῷ Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 1, 4· οἱ ἀντίποδες, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Στράβ. 15, Κικ. Acad. Pr. 2. 39, Πλούτ. 2. 869C. Πρβλ. ἀντίχθων 2, περίοικος ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν, gén. -ποδος
qui a les pieds opposés aux nôtres ; οἱ ἀντίποδες les antipodes.
Étymologie: ἀντί, πούς.
Spanish (DGE)
-ουν
1 situado en los antípodas στὰς ἀ. Pl.Ti.63a, cf. Eratosth.16.19, Luc.Nau.44, Ach.Tat.Intr.Arat.29, 31
•subst. οἱ ἀ. los antípodas Pythag.B 1a, Cleom.1.2.12, Cic.Acad.2.123, Plin.HN 4.90, Luc.Demon.22, Isid.Etym.9.2.133.
2 irón. plu. que no ven el sol porque duermen de día, Seneca Ep.122.3.