ἀνταποδείκνυμι
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
or ἀνταποδεικνύω,
A prove in return or answer, X.Smp.2.22; τὸ ἀντικείμενον Arist.Rh.1403a27. 2 appoint instead, D.C.49.43.
German (Pape)
[Seite 244] (s. δείκνυμι), dagegen zeigen, beweisen, Xen. Symp. 2, 22; Arist. rhet. 2, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποδείκνυμι: ἢ -ύω: μέλλ. -δείξω: ἀποδεικνύω καὶ ἐγὼ ἐν τῷ μέρει, Ξεν. Συμπ. 2. 22, Ἀριστ. Ρήτ. 2. 26, 3. 2) διορίζω ἀντί τινος, τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἀνταπέδειξεν, διώρισεν ἀντ’ ἐκείνου, Δίων Κ. 49. 43.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνταπέδειξα;
démontrer à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἀποδείκνυμι.
Spanish (DGE)
1 mostrar a su vez ἀνταπέδειξεν ὅ τι κινοίη τοῦ σώματος ἅπαν τῆς φύσεως γελοιότερον X.Smp.2.22, τὸν υἱὸν αὐτοῦ D.C.49.43.7.
2 probar, demostrar τὸ ἀντικείμενον la proposición contraria Arist.Rh.1403a27.
Greek Monotonic
ἀνταποδείκνῡμι: ή -ύω, μέλ. -δείξω, αποδεικνύω με τη σειρά μου ή απαντώ, σε Ξεν.