ἀποδειροτομέω

From LSJ
Revision as of 21:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδειροτομέω Medium diacritics: ἀποδειροτομέω Low diacritics: αποδειροτομέω Capitals: ΑΠΟΔΕΙΡΟΤΟΜΕΩ
Transliteration A: apodeirotoméō Transliteration B: apodeirotomeō Transliteration C: apodeirotomeo Beta Code: a)podeirotome/w

English (LSJ)

   A slaughter by cutting off the head, or cutting the throat, of men, Il.18.336, 23.22, Luc.DMeretr.13.3; μῆλα ἐς βόθρον Od.11.35; κεφαλὴν ἀ. Hes.Th.280.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδειροτομέω: ἀπαυχενίζω, κόπτω τὸν λαιμόν, ἐπὶ ἀνθρώπων, δώδεκα δὲ προπάροιθε πυρῆς ἀποδειροτομήσω Τρώων ἀγλαὰ τέκνα, «τοὺς τραχήλους ἀποτεμῶ» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 336, Ψ. 22, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 13. 3· ἐπὶ προβάτων, Ὀδ. Λ. 35· κεφαλήν ἀπ. Ἡσ. Θ. 280. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -τόμησις, ἡ, Εὐστ. 1145. 63.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἀπεδειροτόμησα;
couper le cou à, acc..
Étymologie: ἀποδείρω, τέμνω.

English (Autenrieth)

(δειρή, τέμνω), fut. -ήσω, aor. ἀπεδειροτόμησα: cut the throat of, slaughter; ἐς βόθρον, i. e. over the trench, so that the blood might run into it, Od. 11.35.

Spanish (DGE)

1 c. ac. de pers. degollar Τρώων ... τέκνα Il.18.336, cf. Luc.DMeretr.13.3.
2 c. ac. de partes del cuerpo cortar μῆλα ... ἐς βόθρον Od.11.36, κεφαλήν Hes.Th.280.

Greek Monotonic

ἀποδειροτομέω: μέλ. -ήσω, σφαγιάζω αποκόπτοντας το κεφάλι ή το λαιμό κάποιου, σε Όμηρ.