ἀποθραύω

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθραύω Medium diacritics: ἀποθραύω Low diacritics: αποθραύω Capitals: ΑΠΟΘΡΑΥΩ
Transliteration A: apothraúō Transliteration B: apothrauō Transliteration C: apothrayo Beta Code: a)poqrau/w

English (LSJ)

   A break off, νεὼς κόρυμβα A.Pers.410; τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων D.H.4.56: metaph., τῆς ἐλευθερίας τὸ κεφάλαιον Jul.Mis.356b; τοῦ ἑνὸς τὸ μερικόν Dam.Pr.51:—Pass., to be broken off, Arist.Pr.967b5, Arr.Tact.2.4: metaph., ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας to be broken off from one's fair fame, make shipwreck of it, Ar.Nu.997.

German (Pape)

[Seite 303] (s. θραύω), abbrechen, zermalmen, ἀποθραύει Aesch. Pers. 402; τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῆναι, seinen guten Ruf verlieren, Ar. Nubb. 984; Arist. probl. 38, 8; τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων Dion. Hal. 4, 56.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθραύω: θραύω καὶ ἀποκόπτω τὸ ἐξέχον μέρος τινός, ἦρξε δ’ ἐμβολῆς Ἑλληνικὴ ναῦς, κἀποθραύει πάντα Φοινίσσης νεὼς κόρυμβα Αἰσχύλ. Πέρσ. 410: ― Παθ., ἀποθραύομαι ἔκ τινος πράγματος καὶ ἀποχωρίζομαι, ἀποθραυομένων ἅμα καὶ καομένων τῶν ἀνθράκων Ἀριστ. Πρβλ. 38. 8, 1· μεταφ., ἐκπίπτω ἐκ τῆς θέσεως ἣν κατέχω, χάνω τὴν ὑπόληψίν μου, μηδ’ εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνώς, μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου, τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς Ἀριστοφ. Νεφ. 997: «καὶ σημειούσθων οἱ νέοι τὸ ἐπίχαρι ἅμα καὶ ἐναργὲς τῆς μεταφορᾶς τοῦ ἀποθραύεσθαι· ὀχήματι γὰρ παρεικάζει τὴν εὔκλειαν, ἦς ἀποθραύεται, τουτέστιν ἐκπίπτει, καὶ κατὰ τῆς γῆς πεσὼν ἀδόξως καὶ ἀθλίως συντρίβεται ὁ μὴ καλῶς ἐποχούμενος, τοῦτο δέ ἐστιν, ὁ μὴ ταῖς τοῦ λογισμοῦ ἡνίαις εὐθύνειν τὸ τῆς δόξης ὄχημα ἐπιστάμενος» (σημ. Κοραῆ εἰς Ἰσοκράτ. τόμ. Β΄, σ. 111).

French (Bailly abrégé)

détacher en brisant, briser ; priver de en brisant.
Étymologie: ἀπό, θραύω.

Spanish (DGE)

1 partir, romper νεὼς κόρυμβ' A.Pers.410, ἄκρον δόρυ E.Ph.1399, τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων D.H.4.56
en v. med. ἀποθραυομένων ... τῶν ἀνθράκων Arist.Pr.967b5, de los colmillos de los elefantes reforzados c. puntas de hierro τοῦ μὴ ἀ. εὐπετῶς Arr.Tact.2.4.
2 fig. destrozar, estropear τῆς ἐλευθερίας τὸ κεφάλαιον Iul.Mis.356b, τοῦ μὲν ἑνὸς ἀποθραύοντες τὸ μερικὸν τῇ προσθήκῃ τῶν πάντων Dam.Pr.51
en v. pas. verse privado μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς Ar.Nu.997.

Greek Monolingual

ἀποθραύω (Α)
1. κόβω, τσακίζω (συνήθως κάτι που προεξέχει)
2. (-ομαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από κάτι
3. φρ. «ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας» — χάνω την υπόληψη μου.