ἀτοκία
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ἡ,
A unfruitfulness, barrenness, Muson,Fr.15 Ap.77H.
German (Pape)
[Seite 387] ἡ, Unfruchtbarkeit, Stob.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτοκία: ἡ, τὸ μὴ τίκτειν, στείρωσις, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 450. 15.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
esterilidad ἀτοκίᾳ προστίθεσθαι ... ἀπηγόρευσαν αὐταῖς Muson.15, γυναικὸς ἀτοκίας ἰᾶται Gp.12.38.1, cf. Gal.Ins.Log.6.3 (cj.).
Greek Monolingual
η (AM ἀτοκία) [[[άτοκος]] (Ι)]
1. ανικανότητα για τεκνοποίηση, στειρότητα
2. αγονία, ακαρπία.