δενδροτομέω
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
A cut down trees, πρὸς καῦσιν Str.14.6.5, cf. S.E.M. 5.69: but usu., 2 lay waste a country, Th.1.108: metaph., δ. τὸ νῶτον Ar.Pax747.
German (Pape)
[Seite 546] = δενδροκοπέω, Thuc. 1, 108; χώραν D. Sic. 4, 48; komisch übertr. νῶτα Ar. Pax 731.
Greek (Liddell-Scott)
δενδροτομέω: δενδροκοπέω, ἐρημώνω χώραν κόπτων τὰ δένδρα αὐτῆς τὰ κάρπιμα, Θουκ. 1. 108· μεταφ., δ. τὰ νῶτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 747· ―δενδροτομία, ἡ, Φίλων 2. 401· ἐκ τοῦ δενδροτόμος, ον, ὁ κατακόπτων δένδρα, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 98.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couper les arbres (d’une contrée).
Étymologie: δένδρον, τέμνω.
Spanish (DGE)
1 cortar árboles, arbustos, plantas, talar y p. ext. c. compl. de lugar asolar τὰ ἥμερα τῶν πολεμίων φυτά LXX 4Ma.2.14, τὴν ὕλην I.BI 7.211, τάς τε χώρας τῶν ἀντιπολεμούντων D.S.2.36, cf. 14.48, Ph.2.473, Polyaen.2.1.21, τὸν ... βασιλικὸν παράδεισον D.S.16.41, τὰς μὲν (προσευχάς) en Alejandría, Ph.2.565, en v. pas. δενδροτομουμένη γῆ Heraclit.Ep.7 (p.72.10)
•abs. cortar árboles, talar bosques Th.1.108, Lib.Ep.1301.3, πρὸς τὴν καῦσιν Str.14.6.5, οἱ ἐν τῇ ὀρεινῇ δενδροτομοῦντες S.E.M.5.69, cf. Clem.Al.Strom.2.18.95, Sch.Hes.Op.414a.
2 fig. destrozar, desgarrar μῶν ὑστριχὶς ... δενδροτόμησε τὸ νῶτον; ¿no será que el látigo te ha desgarrado la espalda? Ar.Pax 747.
Greek Monotonic
δενδροτομέω: μέλ. -ήσω, = δενδροκοπέω, υλοτομώ, αποψιλώνω μια περιοχή, σε Θουκ.· μεταφ., δ. τὰ νῶτα, σε Αριστοφ.