δίσημος

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίσημος Medium diacritics: δίσημος Low diacritics: δίσημος Capitals: ΔΙΣΗΜΟΣ
Transliteration A: dísēmos Transliteration B: disēmos Transliteration C: disimos Beta Code: di/shmos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A of two times, πούς Aristid.Quint.1.14 (but in Music, of four times, acc. to Elias in Cat.189.9).    II of doubtful quantity, Sch.D.T.p.38H.    III in Rhythm, of two time-units, χρόνος, μέγεθος, Aristox.Rhyth.2.10,31, cf. Aristid.Quint.1.14.    IV of a garment, with double border, PTeb.406.17 (iii A. D.), POxy.1051.5 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 642] syllaba anceps, Gramm., z. B. B. A. 801, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δίσημος: -ον, ἀμφιβόλου ποσότητος, ποτὲ μὲν μακρός, ποτὲ δὲ βραχύς, δίχρονος, Λατ. anceps, Α. Β. 801.

Spanish (DGE)

-ον
I 1métr. de dos tiempos πούς Aristox.Rhyth.20, Aristid.Quint.33.15
pero en mús. de cuatro tiempos, Elias in Cat.189.9, ἐν δισήμῳ γίνεται δακτυλικὸς πούς un pie dactílico se da en dos unidades de tiempo Aristox.Fr.Neap.14, de las vocales α, ι, υ porque pueden ser breves o largas, Sch.D.T.38.18, 328.36, Gramm.Pap. en JHS 29.1909.36, cf. Mar.Vict.42.17, Eust.518.2.
2 gram. con dos sentidos, de significado doble ἡ λέξις Sch.Od.9.106.
II con ribete doble de prendas de vestir κολόβιον λινοῦν δίσημον PTeb.406.17 (III d.C.), cf. PRoss.Georg.2.25.12 (II d.C.), POxy.1051.5 (III d.C.), πλόκος PMich.238.77 (I d.C.) en BL 3.115.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίσημος, -ον)
1. (για λέξεις και φράσεις) αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος
2. δίχρονος, αυτός που επιδέχεται δύο σημεία, το μακρό [—] ή το βραχύ υ
3. μσν.-νεοελλ. φρ. «δίσημος πους» — ρυθμική μονάδα της βυζαντινής μουσικής που αποτελείται από δύο χρονικά σημεία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίσημο
ναυτικό σήμα με δύο σημαίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -σημος < σήμα].