ἑνδεκασύλλαβος

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑνδεκᾰσύλλᾰβος Medium diacritics: ἑνδεκασύλλαβος Low diacritics: ενδεκασύλλαβος Capitals: ΕΝΔΕΚΑΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: hendekasýllabos Transliteration B: hendekasyllabos Transliteration C: endekasyllavos Beta Code: e(ndekasu/llabos

English (LSJ)

ον,

   A eleven-syllabled, ἑ. Πινδαρικόν (sc. μέτρον) Heph.14.2.

German (Pape)

[Seite 832] clssylbig, Hephaest.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνδεκασύλλαβος: -ον, ὁ ἐξ ἕνδεκα συλλαβῶν συνιστάμενος, τὸ Σαπφικὸν καλούμενον ἑνδεκασύλλαβον Ἡφαιστίων 14. 2.

Spanish (DGE)

-ον
métr. endecasílabo del metro de once sílabas, del alcaico, Heph.14.3, del sáfico, Heph.14.1, del pindárico, Heph.14.2, del falecio, Cat.12.10, 42.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑνδεκασύλλαβον) νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από ένδεκα συλλαβές («ενδεκασύλλαβος στίχος»)
2. (το αρσ. ως. ουσ.) ο ενδεκασύλλαβος
ο ενδεκασύλλαβος στίχος
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑνδεκασύλλαβον
ο ενδεκασύλλαβος στίχος.