φυλακτικός

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλᾰκτικός Medium diacritics: φυλακτικός Low diacritics: φυλακτικός Capitals: ΦΥΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phylaktikós Transliteration B: phylaktikos Transliteration C: fylaktikos Beta Code: fulaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A preservative, opp. ληπτικός, προετικός, Arist.EN1120b15; ὑγιείας Id.Top.106b36, cf. Rh.1366a37; of persons, φ. τῶν ὄντων X.Mem.3.4.9; φ. ἐγκλημάτων cherishing the recollection of them, Arist.Rh.1381b4; τὸ φ. Phld.Oec.p.34J., Gal.10.638, Porph.Antr.16. Adv. -κῶς Arist.Top. 106b37.    II (from Med.) cautious, opp. πιστευτικός, Id.Rh. 1372b28. Adv. -κῶς Plb.6.8.3, al.: Comp., -ώτερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς Id.1.18.1, al.

German (Pape)

[Seite 1313] gut bewachend, beschützend, geschickt zum Bewachen, wachsam; μνήμη διάθεσις ψυχῆς φυλακτικὴ τῆς ἐν αὐτῇ ὑπαρχούσης ἀληθείας Plat. def. 414 a; τῶν ὄντων, das Vorhandene zu schützen geschickt, Xen. Mem. 3, 4,9. – Auch vom med., geschickt sich zu hüten, behutsam, vorsichtig; Xen. Mem. 3, 1,6; Plat. Ep. VII, 322 d; φυλακτικῶς ἕκαστα χειρίζειν Pol. 6, 8,3, vgl. 1, 18, 1.

Greek (Liddell-Scott)

φῠλακτικός: -ή, -όν, διαφυλάττων, τηρῶν τι, ἐναντίον τῷ ληπτικός καὶ ποριστικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20· ὑγιείας, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1, 15, 10, πρβλ. Ρητορ. 1. 5, 3. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀγρύπνως φυλάττων τι, φυλακτικοὺς τῶν ὄντων Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 9· φυλακτικοὺς τῶν ἐγκλημάτων, διατηροῦντας τὴν ἀνάμνησιν αὐτῶν, Ἀριστ. Ρητ. 2, 4, 17. 2) (ἐκ τοῦ μέσ.), προφυλακτικός, προσεκτικός, αὐτόθι 1. 12, 19. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολύβ. 6, 8, 3, κ. ἀλλ. φυλακτικώτερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς ὁ αὐτ. 1. 18, 1, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui a la vertu de conserver ou de préserver, gén.;
2 qui se tient sur ses gardes, circonspect : φυλακτικός τινος XÉN qui veille sur qqn ou qch.
Étymologie: φυλάσσω.

Spanish

protector

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυλακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φυλαχτικός, -ή, -ό, Ν φυλάσσω
νεοελλ.
(ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυλακτικά
τα φύλακτρα, η αμοιβή για τη φύλαξη εμπορευμάτων
αρχ.
1. αυτός που διαφυλάσσει, που διατηρεί κάτι («φυλακτικὸς ὑγείας», Αριστοτ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που προσέχει, που περιφρουρεί κάτι
3. αυτός που παίρνει προφυλάξεις, προσεκτικός, επιφυλακτικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτικόν
η προθυμία για προφύλαξη.
επίρρ...
φυλακτικῶς ΜΑ
με προφύλαξη, με προσοχή.