ὑπολιμπάνω
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
collat. form of ὑπολείπω,
A leave behind, 1 Ep.Pet.2.21, Them.Or.10.139d. 2 Med., leave over, μὴ ὑπολιμπάνεσθε leave no arrears (uncollected), PHib.1.45.13 (iii B. C.); reserve, κερμάτιον εἰς τοὺς προστάντας τῆς σωτηρίας ἡμων PSI4.392.4 (iii B. C.). II intr., fail, τὰ νάματα ὑ. D.H.1.23.
German (Pape)
[Seite 1224] Nebenform von ὑπολείπω, D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολιμπάνω: ὑπολείπω, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 21, Θεμίστ. 139D. - Παθ., ὑποολείπομαι, Θεοφυλ. Σιμ. Ἱστ. 552, 9, ἔκδ. Βόννης. κλπ. ΙΙ. ἀμετάβ., ὑπολείπω, ἐκλείπω, τῶν ναμάτων τὰ μὲν οὐκέτι πίνεσθαι σπουδαῖα ἦν, τάδ’ ὑπελίμπανε θέρους Διον. Ἁλ. 1. 23.
French (Bailly abrégé)
1 tr. laisser derrière;
2 intr. faire défaut, manquer.
Étymologie: ὑπό, λιμπάνω.
English (Strong)
a prolonged form for ὑπολείπω; to leave behind, i.e. bequeath: leave.
English (Thayer)
(λιμπάνω, less common form of the verb λείπω); to leave, leave behind: Themistius; ecclesiastical and Byzantine writings; to fail, Dionysius Halicarnassus 1,23.)