ἀναβοάω
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
fut.
A -ήσομαι E.IA465, Dor. -άσομαι Ar.Pl.639: aor. ἀνεβόησα Th.1.53, Ion. ἀνέβωσα Hdt.1.10, al., part. ἀμβώσας 1.8, 3.38:—cry, shout aloud, esp. in sign of grief or astonishment, ἀμβώσας μέγα Hdt. ll.cc., cf. Antipho 5.69, E.Ba.1079; οἰκτρὸν ἀνεβόασεν Hel.184; of the war-cry, X.Cyr.7.1.38; ἀ. παρεῖναι τοὺς πρώτους" call out 'let the front rank pass', HG4.2.22. 2 c. acc., τάδ' ἀναβοάσας E.Ba. 525; ἄχη ἀ. bewail, lament, A.Pers.572; Πανὸς ἀναβοᾷ γάμους E. Hel.190. 3 c. acc. pers., call on, συμμάχους ib.1592; Ἀσκληπιόν Ar.Pl.639. 4 cry up, extol, Alex.98.12.
German (Pape)
[Seite 181] (s. βοάω, ἀναβοήσομαι, Eur. Iph. A. 465), 1) aufschreien, μέγα ἀμβώσας, nachdem er ein lautes Geschrei erhoben hatte, Her. 1, 8. 3, 38; ἀνέβωσε, 1, 10 u. öfter; bes. vom Kriegsgeschrei, Xen. Cyr. 7, 1, 38; ein Klaggeschrei erheben, 3, 1, 13; ἀναβοᾶν, ὡς δεινόν ἐστι Din. 2, 6; vgl. 2); auch einander zurufen, Xen. An. 5, 4, 31. – 2) Mit folgd. acc., παιᾶνα Plat. Ep. 7, 348 b; ἀναβοάσομαι Ἀσκληπιόν, laut werde ich anrufen, Ar. Pl. 639; vgl. Eur. Hel. 1592; mit folgdm acc. c. inf., laut fordern od. befehlen, Xen. Hell. 5, 1, 15, Pol. 8, 32, 3; bejammern, ξυμφοράν Eur. Bacch. 1152; γάμους Hel. 191.
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
f. ἀναβοήσομαι, ao. ἀνεβόησα;
1 pousser un grand cri ou de grands cris ; crier, avec un inf.;
2 appeler à grands cris.
Étymologie: ἀνά, βοάω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. dór. ἀναβοάσομαι Ar.Pl.639; aor. jón. ἀνέβωσα Hdt.1.10, ἀμβώσας Hdt.1.8, 3.38]
I abs. gritar, dar gritos μέγα ἀμβώσας Hdt.1.8, cf. 3.38, Philostr.VA 1.31, Antipho 5.69, οἱ ἀλγοῦντες ἀναβοῶσιν Arist.Pr.948b21, μετὰ χαρᾶς I.BI 5.120, ἐν ἰσχύι LXX Is.58.1, φωνῆ μεγάλῃ Eu.Matt.27.46
•c. ac. de contenido ἄχη A.Pers.572, οἰκτρόν E.Hel.184, παιῶνα Pl.Ep.348b, παιᾶνα Aen.Tact.27.3, τάδ' E.Ba.525
•c. complet. de inf. ἀναβοῆσαι παρεῖναι τοὺς πρώτους gritar que estén presentes los primeros X.HG 4.2.22
•c. ὅτι Plb.3.62.7, D.C.45.1.5.
II c. ac. de cosa
1 anunciar, proclamar Πανὸς ἀναβοᾷ γάμους E.Hel.190.
2 gritar ante, piropear τὴν εὐπυγίαν Alex.98.12.
III c. ac. de pers. llamar a alguien ἀνεβόησε συμμάχους E.Hel.1592, c. ac. de pers. y predicativo Ἰουστινιανὸν ἀνεβόων καλλίνικον Procop.Pers.2.30.3, Vand.2.28.36, cf. Luc.Zeux.11
•interpelar κατ' ὄνομα τὸν Ξάνθιππον ἀναβοῶντες interpelando por su nombre a Jantipo Plb.1.33.4
•invocar Ἀσκληπιόν Ar.Pl.639
•c. dat. clamar en honor de αὐτῷ de Dioniso Lyr.Adesp.11b.1, Ταντάλῳ E.Or.984.
English (Strong)
from ἀνά and βοάω; to halloo: cry (aloud, out).
English (Thayer)
(ῶ: 1st aorist ἀνεβόησα; (from Aeschylus and Herodotus down); to raise a cry, to cry out anything, say it shouting: L T Tr WH ἐβόησε); ἀναβάς, see ἀναβαίνω, a. under the end); with the addition of φωνή μεγάλη, Tr WH L marginal reading ἐβόησε) (as Winer s De verb. comp. Part iii., p. 6f; (and see βοάω, at the end).
Greek Monotonic
ἀναβοάω: μέλ. -ήσομαι, Δωρ. -άσομαι· (το ἀναβοάσω είναι υποτ. αορ. αʹ), αόρ. αʹ ἀνεβόησα, Ιων. ἀνέβωσα, μτχ. ἀμβώσας·
1. φωνάζω δυνατά, βγάζω δυνατή ιαχή, κραυγάζω, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για ιαχή πολέμου, σε Ξεν.· με απαρ., φωνάζω ότι..., στον ίδ.
2. με αιτ. πράγμ., κραυγάζω κάτι, σε Ευρ.· επίσης θρηνώ γοερά για δυστυχία που με βρήκε, σε Αισχύλ., Ευρ.
3. με αιτ. προσ., επικαλούμαι, στον ίδ.