Χριστούγεννα

From LSJ
Revision as of 20:40, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρίαbane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house

Source

Greek Monolingual

τα, Ν·1. εκκλ. η εορτή της γέννησης του Χριστού την 25η Δεκεμβρίου
2. συνεκδ. τα κάλαντα που ψάλλουν τα παιδιά την παραμονή της γιορτής αυτής
3. φρ. α) «εορτές τών Χριστουγέννων» — το σύνολο τών εορτών από τη γέννηση έως τη βάπτιση του Χριστού, δηλαδή ώς την εορτή τών Φώτων
β) «διακοπές τών Χριστουγέννων» — οι διακοπές τών σχολείων και τών δικαστηρίων στο χρονικό αυτό διάστημα
γ) «αστέρι Χριστουγέννων»
βοτ. κοινή ονομασία του θαμνώδους φυτού Euphorbia pulcherrima του γένους ευφορβία, αλλ. αλεξανδρινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής < φρ. η Χριστού γέννα, με αλλαγή γένους κατά τα ουδ. (πρβλ. τα Θεοφάνεια < η Θεοφάνεια)].