ψιλόταπις

From LSJ
Revision as of 13:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῑλότᾰπις Medium diacritics: ψιλόταπις Low diacritics: ψιλόταπις Capitals: ΨΙΛΟΤΑΠΙΣ
Transliteration A: psilótapis Transliteration B: psilotapis Transliteration C: psilotapis Beta Code: yilo/tapis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A a smooth carpet, a carpet without pile, PCair. Zen.48.2 (iii B. C.); opp. ἀμφίταπις, Lycon ap.D.L.5.72, cf. Cephisodor. ap. Ath.12.548e, Clearch.25; written ψιλόδαπις in Paus.Gr. Fr.304; cf. ψιλός 11.1.

German (Pape)

[Seite 1400] ἡ, = ψιλόδαπις.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλότᾰπις: -ιδος, ἡ, λεῖος τάπης οὐχὶ οὖλος· ἀντίθετον τῷ ἀμφίταπις, Λύκων παρὰ Διογένει Λαερτίῳ 5. 72, πρβλ. Ἀθήν. 548Ε, Κλήμ. Ἀλεξ. 216· φέρεται ψιλόδαπις, παρὰ Κλεάρχῳ ἐν Ἀθην. 255Ε· πρβλ. ψιλὸς ΙΙ. 1.

Greek Monolingual

και ψιλοδάπις, -άπιδος, ἡ, Α
κουρεμένος τάπητας, χαλί με κομμένο πέλος, χωρίς χνούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + τάπις / δάπις.

Russian (Dvoretsky)

ψῑλότᾰπις: ῐδος ἡ ковер с односторонним ворсом Diog. L.