χρύσωμα

From LSJ
Revision as of 19:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσωμα Medium diacritics: χρύσωμα Low diacritics: χρύσωμα Capitals: ΧΡΥΣΩΜΑ
Transliteration A: chrýsōma Transliteration B: chrysōma Transliteration C: chrysoma Beta Code: xru/swma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is made of gold, wrought gold, E.Ion1030, 1430; χρυσώματα gold plate, Lys.Fr.56, OGI214.26 (Didyma, iii B. C.), Plb.30.25.16.

German (Pape)

[Seite 1383] τό, das von Gold Verfertigte, Goldgeschirr, Goldarbeit; Eur. Ion 1430; Pol. 31, 3,16.

Greek (Liddell-Scott)

χρύσωμα: τό, τὸ κατασκευασθὲν ἐκ χρυσοῦ, κατειργμασμένος χρυσός, Εὐρ. Ἴων 1030, 1430· χρυσώματα, ἀγγεῖα, σκεύη ἐκ χρυσοῦ, Λυσί. Ἀποσπ. 50, Πολύβ. 31. 3, 16, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 26.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet en or.
Étymologie: χρυσόω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ [[χρυσῶ / -ώνω]]
νεοελλ.
1. το σφράγισμα δοντιού με χρυσό
2. χρυσό στόλισμα, χρυσό ποίκιλμα
νεοελλ.-μσν.
επικάλυψη μιας επιφάνειας με φύλλα χρυσού ή με στρώμα χρυσού, επιχρύσωση
αρχ.
σκεύος κατασκευασμένο από χρυσό («τὸ τῶν χρυσωμάτων καὶ ἀργυρωμάτων πλῆθος», Πολ.).

Greek Monotonic

χρύσωμα: -ατος, τό (χρυσόω), κατεργασμένος χρυσός, σε Ευρ.