χύτρα

From LSJ
Revision as of 10:32, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χύτρα Medium diacritics: χύτρα Low diacritics: χύτρα Capitals: ΧΥΤΡΑ
Transliteration A: chýtra Transliteration B: chytra Transliteration C: chytra Beta Code: xu/tra

English (LSJ)

ἡ, Ion. κύθρη Herod.Fr.3 Bgk., later Gr. κύθρα PTeb. 112.42, al. (ii B. C.), Choerob in Theod.2.146H.; Sicil. (acc. to Greg. Cor.p.341S.) κύτρα (but κύθρα is Dor. acc. to Choerob. in Theod.2.423H., and χύτρα is found in Epich.33): (χέω):—

   A earthen pot, pipkin, Ar.Ach.284 (troch.), Av.43, al., X.HG4.5.4, Antiph.70, Thphr. Char.10.5, etc.; χύτρας ἴχνος ἀπὸ σποδοῦ ἀφάνιζε Pythag. ap. Iamb. Protr.21.λδ; χύτραι δίωτοι Pl.Hp.Ma.288d; τοὐπίθημα τῆς χ. ἀφελών Hegesipp.1.13; children were exposed in pots, τὸ δ' ἐσέφερε γραῦς ἐν χύτρᾳ τὸ παιδίον Ar.Th.505; cf. χυτρίζω.    2 χύτραις ἱδρύειν set up, consecrate an altar or statue with pots of pulse, τὰς χ. αἷς τὸν θεὸν (sc. Πλοῦτον) ἱδρυσόμεθα Id.Pl.1197, cf. Sch. ad loc.; Ζηνὸς ἑρκείου χύτρας, μεθ' ὧν ὁ βωμὸς . . ἱδρύθη Id.Fr.245; τί δ' ἄλλο γ' ἢ ταύτην (sc. Εἰρήνην) χύτραις ἱδρυτέον; Answ. χύτραισιν, ὥσπερ μεμφόμενον Ἑρμῄδιον; Id.Pax923, cf. Sch.    3 αἱ χύτραι the pottery-market, Id.Lys.557 (anap.), Poll.7.163.    4 prov., χύτραις λημᾶν to have swellings as big as pipkins in the corners of the eye (cf. λημᾶν κολοκύνταις), Luc.Ind.23, Diogenian.5.63, Hsch.    5 name given to black figs by Mariandyni, Pherecr.68.4.    II a kiss in which one held the other by the ears as by handles (cf. Pl. l. c.), λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν Eunic.1.

German (Pape)

[Seite 1385] ἡ, ion. κύθρα u. κύτρα (gewiß mit χέω zusammenhangend), 1) ein irdener Topf; Ar. oft, Plat. u. Folgde; im plur. χύτραι, der Topfmarkt, Schol. Ar. Av. 13 Poll. 7, 163; – ταύτην χύτραις ἱδρυτέον, diese muß man mit Töpfen aufstellen, Ar. Pax 924, geht auf den alten Gebrauch, Altäre u. Statuen niederer Gottheiten, die in Eile aufgestellt werden sollten, mit Töpfen voll gekochter Hülsenfrüchte einzuweihen, vgl. Plut. 1197. – Komisch übertrieben λημᾶν χύτραις, Unreinigkeiten, so groß wie Kochtöpfe in den Augenwinkeln haben, wie λημᾶν κολοκύνταις, Luc. adv. ind. 33. – 2) ein Kuß, bei dem man den Andern an die Ohren faßte, ein Henkelkuß, λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν Eunic. com. bei Poll. 10, 100; Theocr. 5, 133. – Im plur. αἱ χύτραι, = χύτροι, nach Brunck's Aenderung Ar. Ran. 218.

Greek (Liddell-Scott)

χύτρα: ἡ, Ἰων. κύθρα, καὶ Σικελ. (κατὰ Γρηγ. Κορίνθ. 341) κύτρα· (χέω)· ― πήλινον ἀγγεῖον πρὸς βράσιν, «τσουκάλι», Λατ. olla, Ἀριστοφ. Ἀχ. 284, Ὄρν. 43, κ. ἀλλ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4, Ἀντιφάνης ἐν «Γάμῳ» 2, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Κωμικ.· χύτραι δίωτοι Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· ἐνίοτε εἶχε καὶ ἐπίθημα, Τουρκ. «καπάκι», τοὐπίθημα τῆς χύτρας ἀφελὼν ἐποίησα τοὺς δακρύοντας γελᾶν Ἡγήσιππος ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 13· βρέφη πολλάκις ἐξετίθεντο ἐντὸς χυτρῶν ὡς ἔκθετα, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 505· ἴδε τὰς λέξ. χυτρίζω, χυτρισμός. 2) ταύτην χύτραις ἱδρυτέον, πρέπει νὰ ἱδρύσωμεν (καθιερώσωμεν) διὰ χυτρῶν πλήρων ὀσπρίων, ἐπειδὴ τοιαύτη ἦτο ἡ παλαιὰ συνήθεια, καθ’ ἣν βωμοὶ καὶ ἀγάλματα κατωτέρων θεῶν καθιεροῦντο διὰ χυτρῶν πλήρων ἐκ βραστῶν ὀσπρίων, Ἀριστοφ. Εἰρήν. 923 κἑξ., πρβλ. Πλ. 1197, Ἀποσπ. 245. 3) αἱ χύτραι, τὸ μέρος τῆς ἀγορᾶς ἔνθα ἐπωλοῦντο χύτραι, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 557. 3) παροιμ., λημῶ χύτραις, ἔχω «τσίμπλαις» τὸ μέγεθος ἴσας πρὸς χύτρας· κωμικὴ ὑπερβολὴ ὁμοία τῷ λημᾶν κολοκύνταις, Ἀντικλείδης παρ’ Ἀθην. 473C· ― πρβλ. χύτρος. ΙΙ. φίλημα καθ’ ὃ εἷς ἐκράτει τὸν ἕτερον ἀπὸ τῶν ὤτων ὡς ἀπὸ λαβῶν (πρβλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.), Λατ. osculum Florentinum, λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν Εὔνικος ἐν «Ἀντείᾳ» 1· ὅτι με πρᾶν οὐκ ἐφίλασε, τῶν ὤτων καθελοῖσ’ Θεόκρ. 5. 133· πρβλ. Plaut. Poen. 1. 2, 163, Tabull. 2. 5, 11· ― περὶ τούτου ὁ Lil. Gyrallus ἔγραψε πραγματείαν εὑρισκομένην ἐν τῷ Gruter’s Lampas, 2. 410 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vase d’argile, pot de terre, marmite ; ◊ prov. χύτραις ἱδρύειν τινά θεόν AR consacrer l’autel ou la statue de qqe dieu par l’offrande d’un pot de terre rempli de légumes cuits ; λημᾶν χύτραις LUC avoir des grains de chassie gros comme des marmites, càd être très chassieux et ne pas voir clair.
Étymologie: χέω.

Spanish

fuente de barro , bandeja de barro