ἑταιρεία

From LSJ
Revision as of 19:57, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑταιρεία Medium diacritics: ἑταιρεία Low diacritics: εταιρεία Capitals: ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Transliteration A: hetaireía Transliteration B: hetaireia Transliteration C: etaireia Beta Code: e(tairei/a

English (LSJ)

ἡ, also ἑταιρία, E. Or.1072,1079, Th.3.82, Pl.R.365d, D.10.259, Arist.Pol.1272b34, al.; Ion. ἑταιρ-ηΐη: (ἑταῖρος):—

   A association, brotherhood, τῶν ἡλικιωτέων Hdt. 5.71 ; ἑ. ποιεῖσθαι Isoc.3.54 (pl.) ; μαρτύρων συνεστῶσ' ἑ. D.21.139 ; αἱ βόες νέμονται καθ' ἑταιρείας Arist.HA611a7 ; of a social group in Crete, Leg.Gort.10.38.    2 at Athens and elsewhere, political club or union for party purposes, Eup.8.6 D., Com.Adesp.22.31 D., Th.3.82, Lys.12.55, Isoc.4.79 (pl.); -ίας συνάξομεν Pl.R.365d ; σπουδαὶ ἑταιριῶν ἐπ' ἀρχάς Id.Tht.173d ; at Carthage, τὰ συσσίτια τῶν ἑ., compared to the φιδίτια at Sparta, Arist.Pol.1272b34, cf. 1305b32.    3 = Lat. collegium, ἑταιρία Ἰουλιανή, = collegium Lupercorum Juliorum, D.C.44.6.    II generally, friendly connexion, friendship, comradeship, Simon.118, S.Aj.683, E.Or.1072, AP7.51 (Adaeus) ; opp. ἔχθρα, D.29.23.    III = ἑταίρησις, And.1.100, v.l. in D.S.2.18 : Anaxil.21.3 combines signfs. 11 and 111.

German (Pape)

[Seite 1046] ἡ, ion. ἑταιρηΐη, Genossenschaft, Kameradschaft, Soph. Ai. 668, wo die v. l. ἑταιρία (w. m. s.); προσποιησάμενος τὴν ἑταιρηΐην τῶν ἡλικιωτέων Her. 5, 71; εἰς φιλίαν καὶ ἑταιρείαν ἀλλήλοις καθιστάναι Plat. Ep. VII, 328 d; bes. zu politischen Zwecken, eine politische Gesellschaft, Faction, Klub, wie Isocr. 4, 79, ποιεῖσθαι 3, 54; vgl. Plat. Theaet. 173 d; ἑταιρείας συνάγειν Rep. II, 365 d; ὃς ἂν τὴν πόλιν ἑταιρείας ὑπήκοον ποιῇ Legg. IX, 856 b; vgl. Lys. 12, 55; Dem. 29, 22, wo sich fast überall die v. l. ἑταιρία findet. Bei Arist. H. A. 9, 4 sogar von Thieren. – Bei Andoc. 1, 100 = ἑταίρησις, wie D. Sic. 2, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἑταιρεία: ἡ, (συχνάκις γραφόμενον ἑταιρία ἐν Ἀντιγράφοις, Σοφ. Αἴ. 682, Εὐρ. Ὀρ. 1072, 1079, Θουκ. 3. 82, Ἰσοκρ. 56D, Δημ., κλ., πρβλ. ἀνδρεία), Ἰων. -ηΐη, (ἑταῖρος). Συντροφία, σύλλογος, σύνδεσμος, ἀδελφότης, τῶν ἡλικιωτέων Ἡρόδ. 5. 71· ἑτ. ποιεῖσθαι, συνάγειν Ἰσοκρ. 38Α, Πλάτ. Πολ. 365D· μαρτύρων συνεστῶσα ἑταιρεία Δημ. 560. 5· αἱ βόες νέμονται καθ’ ἑταιρείας, κατ’ ἀγέλας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 4. 2) ἐν Ἀθήναις πολιτικὸς σύλλογος πρὸς φατριαστικοὺς σκοπούς, Θουκ. 3. 82, Λυσ. 125. 16, Ἰσοκρ. 56D, Πλάτ. Πολ. 365D· ἑταρεῖαι ἐπ’ ἀρχὰς ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173D· οὕτως ἐν Καρχηδόνι, τὰ συσσίτια τῶν ἑτ., παραβαλλόμενα πρὸς τὰ ἐν Σπάρτῃ φιδίτια, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 3, πρβλ. 5. 6, 6., 5. 11, 5. ΙΙ. καθόλου, φιλικὴ σχέσις, φιλία, Σιμωνίδης 119, Σοφ. καὶ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἔχθρα, Δημ. 851. 18. ΙΙΙ. = ἑταίρησις, Ἀνδοκ. 13. 27, Διόδ. 2. 18: ὁ Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2, συνδυάζει τὰς σημασίας ΙΙ. καὶ ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 association de camarades, d’amis ; particul. à Athènes hétérie, association civique, militaire, voire politique ; en Crète, l’hétairie semble regrouper les citoyens de la même classe d’âge;
2 liaison amicale, amitié.
Étymologie: ἑταιρεύομαι.