καρτερικός
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of endurance, patient, Amips.9, Isoc.8.109, etc.; πρὸς Χειμῶνα X.Mem.1.2.1 (Sup.); ῥώμη κ. πρὸς ἀρετήν Pl.Def.412a: Sup., Luc.Anach.38; opp. μαλακός and distd. from ἐγκρατής (cf. καρτερία), Arist.EN1150a33. Adv. -κῶς ib. 1179b33, Marin.Procl.12.
German (Pape)
[Seite 1330] zum Ausharren, zur Standhaftigkeit geneigt, geeignet, geübt darin; καὶ φιλόπονος Isocr. 2, 45; Ggstz μαλακός Arist. Eth. 7, 7; enthaltsam, Pol. 2, 9; πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος Xen. Mem. 1, 2, 1; Sp. – Adv., σωφρόνως καὶ καρτερικῶς ζῆν Arist. Eth. 10, 10.
Greek (Liddell-Scott)
καρτερικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ καρτερῇ, νὰ ὑπομένῃ. Ἀμειψίας ἐν «Κόνῳ» 1, Ἰσοκρ. 181C, κτλ.· πρὸς χειμῶνα Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1, Πλάτ. Ὅρ. 12Α· ἀντίθετον τῷ μαλακὸς καὶ διαστελλόμενον ἀπὸ τοῦ ἐγκρατὴς (πρβλ. καρτερία), Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 7. 7, 4.- Ἐπίρρ. -καρτερικῶς, αὐτόθι 10. 9. 8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
ferme, patient, dur au mal : καρτερικὸς πρός τι capable de supporter qch;
Sp. καρτερικώτατος.
Étymologie: καρτερός.