κολοιός
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
ὁ,
A jackdaw, Corvus monedula, Il.16.583, 17.755, Ar.V. 129, Av.50, al., Thphr.Char.21.6, Sign.39, Arat.963, al., Ael.NA4.30, Dionys.Av.3.18; κραγέται κολοιοί Pi.N.3.82:—Arist.HA617b16 distinguishes three species, κορακίας, λύκος, βωμολόχος (qq.v.): he also mentions a web-footed κολοιός, found in Lydia and Phrygia, which is prob. the little cormorant, Phalacrocorax pygmaeus; cf. Ath.9.395e (citing Ar.Ach.875):—Proverbs: κολοιὸς ποτὶ κολοιόν 'birds of a feather flock together', Arist.EN1155a34, etc.; κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται 'borrowed plumes', Luc.Apol.4; κύκνον ἡγοῦ τὸν κ. 'your geese are swans', Lib.Ep.42.3; of impudent noisy talkers, πολλοὶ . . σφε κατακρώζουσι κολοιοί Ar.Eq.1020; of Agathocles, Timae.145. (Cf.κολῳός, κολῳάω.)
German (Pape)
[Seite 1474] ὁ, die Dohle; ll. 16, 583. 17, 755; κραγέται Pind. N. 3, 78; Ar. Av. 50; vgl. Arist. H. A. 9, 24; sprichwörtlich, κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται, die Krähe schmückt sich mit fremden Federn, Luc. Apolog. 4, u. κολοιὸς ποτὶ κολοιόν, od. κολοιὸς παρὰ κολοιόν, Arist. eth. 8, 1 rhet. 1, 11, Gleich u. Gleich gesellt sich gern, wie die Krähen u. Dohlen immer in großen Schaaren ziehen. – Vgl. κολῳός.
Greek (Liddell-Scott)
κολοιός: ὁ, ἡ «καλιακοῦδα», Ἰλ. Π. 583., Ρ. 755, ἔνθα (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις) οἱ κολοιοὶ μνημονεύονται μετὰ τῶν ψαρῶν («ψαρονίων») ὡς πτηνὰ θορυβώδη καὶ κατὰ σμήνη πορευόμενα (ἴδε κλάζω)· κολοιοὶ κραγέται Πινδ. Ν. 3. 143· ― ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 24, διακρίνει αὐτὸν εἰς τρία εἴδη· (1) τὸν κορακίαν, ὅστις ἔχει ἐρυθρὸν ῥάμφος, καὶ πρέπει νὰ εἶναι ἡ κορώνη εἰναλίη τοῦ Ὁμ.· (2) τὸν λύκον, ὅστις δὲν ἐξηκριβώθη ἔτι τί πτηνὸν εἶναι· (3) τὸ μικρὸν εἶδος καλούμενον, βωμολόχος, ὅπερ εἶναι ὁ κοινὸς κολοιὸς ἢ «καλιακοῦδα», Corvus monedula· ὡσαύτως μνημονεύει κολοιὸν στεγανόποδα εὑρισκόμενον ἐν Λυδίᾳ καὶ Φρυγίᾳ, καὶ ὅστις πιθανῶς εἶναι ὁ Craculus pugmaeus. ― Παροιμίαι: κολοιὸς ποτὶ κολοιόν, «ὅμοιος ’ς τὸν ὅμοιον», Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 1, 6, κτλ. κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται Λουκ. Ἀπολ. 4· ἐπὶ ἀναιδῶς φωνασκούντων ἀγορητῶν, πολλοὶ... σφε κατακρώζουσι κολοιοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1020· ἐπὶ τοῦ Ἀγαθοκλέους, Τίμαι. παρὰ Πολυβ. 12, 15, 2. (Συγγενὲς τῷ κολῳός, κολῳάω, ὃ ἴδε).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
geai, choucas, oiseau ; ◊ prov. κολοιὸς παρὰ κολοιόν « qui se ressemble s’assemble » ; κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται LUC le geai se pare des plumes d’autrui ; fig. en parl. de bavards bruyants et importuns.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
English (Autenrieth)
jack-daw. (Il.)
English (Slater)
κολοιός
1 jackdaw met. ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς . κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται i. e. the rivals of Pindar (N. 3.82)