λεπτεπίλεπτος
From LSJ
Πολλοὶ μὲν εὐτυχοῦσιν, οὐ φρονοῦσι δέ → Multis adest fortuna, non prudentia → Viele sind im Glück und doch nicht bei Verstand
English (LSJ)
ον,
A thin-upon-thin, i.e. as thin as thin can be, in Comp., AP11.110 (Nicarch.); cf. παππεπίπαππος, φαυλεπίφαυλος.
German (Pape)
[Seite 30] dünn über dünn, übermäßig dünn, im compar., Nicarch. 16 (XI, 110). Vgl. φαυλεπίφαυλος, Auch a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτεπίλεπτος: -ον, λίαν λεπτός, ὅσον εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ λεπτός, ἐν τῷ συγκρ., Ἀνθ. Π. 11. 110· πρβλ. κυβεπίκυβοι, παππεπίπαππος, φαυλεπίφαυλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très mince, très délicat.
Étymologie: λεπτός, ἐπί, λεπτός.