ἄκημα
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Full diacritics: ἄκημα | Medium diacritics: ἄκημα | Low diacritics: άκημα | Capitals: ΑΚΗΜΑ |
Transliteration A: ákēma | Transliteration B: akēma | Transliteration C: akima | Beta Code: a)/khma |
τό,
A = ἄκεσμα, cure, relief, ὀδυνάων Il.15.394 codd., Max.142.
ἄκημα: τό, = ἄκεσμα, θεραπεία, ἴαμα, ὀδυνάων, Ἰλ. Ο. 394.
ατος (τό) :
c. ἄκεσμα.
-ματος, τό alivio ὅσσα φέρει νούσοισιν ἀκήματα δῖα Σελήνη Max.142.