ἀρείων
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
[ᾰ], ον, gen. ονος, used as Comp. of ἀγαθός, cf. ἄριστος: —
A better, stouter, braver, in Hom. of all advantages of body, birth, and fortune, Il.1.260, al., cf. Hes.Op.207, Pi.N.7.101, A.Th.305 (lyr.), Ag.81 (lyr.):—rare in Prose, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι Arist.Fr. 44. II ἀρείονες, οἱ, a kind of snail or slug, Ael.NA10.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρείων: [ᾰ], ὁ, ἡ, ἄρειον, τὸ, γεν. ονος ἐν χρήσει ὡς συγκρ. τοῦ ἀγαθός, πρβλ. ἄριστος: (ἴδε *ἄρω)· ἱκανώτερος, ἰσχυρότερος, γενναιότερος, ἐξοχώτερος, παρ’ Ὁμήρ. ἐπὶ πάσης ὑπεροχῆς σώματος, καταγωγῆς ἤ πλούτου, ἤδη γὰρ ποτ’ ἐγὼ καὶ ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν ἀνδράσιν ὡμίλησα Ἰλ. Α. 260· ὡσαύτως παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 205, Πινδ. Ν. 7. 149, καὶ Αἰσχύλ. Πρ. 420, Θήβ. 305, Ἀγ. 81· ― σπάν. παρὰ πεζοῖς, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι Ἀριστ. Ἀποσπ. 40.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
sert de comparatif à ἀγαθός :
1 plus fort, plus courageux;
2 en gén. meilleur, supérieur.
Étymologie: DELG étym. peu claire ; apparenté à ἀρετή, ἀραρίσκω.
English (Autenrieth)
(root ἀρ, cf. ἄριστος, ἀρετή): comp. (answering to ἀγαθός), better, superior, etc.; πλέονες καὶ ἀρείους, ‘mightier,’ Od. 9.48 ; πρότερος καὶ ἀρείων, Il. 23.588; κρεῖσσον καὶ ἄρειον, Od. 6.182; (παῖδες) οἱ πλέονες κακίους, παῦροι δέ τε πατρὸς ἀρείους, Od. 2.277; adv., τάχα δὲ φράσεται καὶ ἄρειον, Od. 23.114.
English (Slater)
ᾰρείων
1 better “ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστοσἥρως” (P. 8.49) παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (N. 7.101) ἀγαπατὰ δὲ τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.5) τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν pr. (I. 8.13)
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀρήων Ibyc.192.3S.
• Prosodia: [ᾰ-]
I usado como compar. de ἀγαθός q.u.
1 mejor de pers. con relación al aspecto físico, el valor, el conocimiento, etc., abs. Πρωτεσίλαος Il.2.101, τὸν δέ τ' ἀρείον' ἀτιμήσασ' ἀποπέμπει Od.20.133, φῶς Hes.Op.193, cf. 207, γένος Hes.Op.158, χρώς Il.19.33, γέρας Pi.N.7.101, cf. Hsch.
•c. segundo término de compar. u otra determinación mejor que o en cuanto a ἐγὼ καὶ ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν ἄνδρασιν ὡμίλησα Il.1.260, γίγαντες ... ἀρήονες ἀλκάν Ibyc.l.c., οὐ μὲν γὰρ τοῦ γε κρεῖσσον καὶ ἄρειον Od.6.182, cf. A.A.81, ποῖον ... γαίας πέδον τᾶσδ' ἄρειον A.Th.305
•c. dat. ἦ ἄρτι τόδ' ἀμφοτέροισιν ἄρειον Il.19.56, τί με βιάζεσθε λέγειν ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι; Arist.Fr.44
•ἄρειον c. inf. es mejor ... ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πᾶν Pi.I.8.13, ἄρειον γὰρ τὰ δριμέα προστιθέναι es mejor aplicar substancias ácidas Hp.Mul.1.18.
2 favorable, de buen augurio ὄρνις Pi.P.8.49, de una estrella ναύτῃσιν ἀ. Arat.42.
II subst. ὁ ἀ. zool., una especie de caracol Ael.NA 10.5. • DMic.: a-ro2-a, a-ro-ha.
• Etimología: De *αρε-ισ-ον c. ε inexplicada, cf. mic. plu. neutr. a-ro2-a < *ἄρi̯οσα. La raíz ἀρε- prob. es la misma que en ἀρετή q.u.; o quizá de ἄρειος ‘bueno’, ‘eficaz’ en fórmulas como Ζεὺς ἄρεοις.