δύσμικτος
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
A v. δύσμεικτος.
German (Pape)
[Seite 684] schwer zu vermischen, zu vereinigen; Plat. Tim. 35 a; Plut. Num. 17; τινί, mit etwas, Phoc. 2; vgl. Poll. 3, 64. 9, 62, πόλις, von einer schwer zugänglichen Bergstadt. – Adv., δυσμίκτως ἔχειν Plut. Symp. 2, 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δύσμικτος: -ον, δυσκόλως μιγνυόμενος, μὴ ἔχων συγγένειάν τινα, Πλάτ. Τιμ. 35Α, κτλ. ΙΙ. ἀκοινώνητος· ἐπίρρ., δυσμίκτως ἔχειν Πλούτ. 2, 640D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne se mêle pas ou ne s’unit pas facilement.
Étymologie: δυσ-, μίγνυμι.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -μεικτ- Pl.Ti.35a
I 1difícil de mezclar φύσις Pl.l.c., Plu.2.1012c, cf. Num.17, τὸ σεμνὸν ... τῷ ἐπιεικεῖ δύσμικτον Plu.Phoc.2
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad de mezclar οἷον πῦρ καὶ ὕδωρ, διὰ τὸ φύσει δύσμικτον Simp.in Cael.98.1, cf. Gal.8.689.
2 de trato o relación difícil τὰ νέα en matrimonio, Plu.2.754c
•insociable de pers., Poll.5.138.
3 de difícil acceso, escarpado de zonas montañosos, Poll.9.22.
II adv. -ως
1 con dificultad para mezclarse πρὸς τὰ ἄλλα γένη δ. ἔχει, καθάπερ ... τὸ ἔλαιον Plu.2.640d.
2 fig., de pers. de modo intratable, insociable Poll.5.139.