ἐμπολή
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
English (LSJ)
ἡ, Arc. ἰνπολά IG5(2).3.27 (pl., Tegea, iv B.C.):—
A merchandise, Pi.P.2.67, Ar.Ach.930 (lyr.); ὁλκάδας γεμούσας . . ἐμπολῆς X.HG5.1.23: metaph., μέλεον ἐ. E.Hyps Fr.41(64).87 (lyr.): pl., wares, IGl.c. II traffic, purchase, E.IT 1111 (lyr.), X.Cyr.6.2.39: pl., ventures, S.Fr.555.4. III gain made by traffic, profit, ἀναθέμεν τῷ' Ἀσκλαπιῷ τὰς ἐ. τῶν ἰχθύων Ἀρχ. Ἐφ. 1918.168 (Epid., iv B.C.), cf. Palaeph.45; esp. harlot's hire, Artem.1.78 (pl.), D.C.79.13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 816] ἡ, das, womit Handel getrieben wird, Kaufmannsgut; Pind. P. 2, 67; Xen. Hell. 5, 1, 23; der Handel, Cyr. 6, 2, 39; das durch den Handel Erworbene, Gewinn, Sp.; besonders der Gewinn der Huren u. der Hurenwirthe, Artem. 1, 78 D. C. 79, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολή: ἡ, ἐμπόλημα, ἐμπόρευμα, φορτίον, Πινδ. Π. 2. 125, Ἀριστοφ. Ἀχ. 930 ὁλκάδας γεμούσας... ἐμπολῆς Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 23· ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Ἀποσπ. 499. ΙΙ. ἐμπόριον, ὠνή, ἀγορασία, Εὐρ. Ι Τ. 1111, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 39. ΙΙΙ. κέρδος προελθὸν ἐκ τοῦ ἐμπορίου, χρήματα, Παλαίφ. 46. 3, ἴδε σημ. Πιερσῶνος ἐν Μοιρ. σ. 155· ὁ μισθὸς πόρνης, Ἀρτεμίδ. 1. 78, Δίων Κ. 79. 13.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 objet dont on trafique, marchandise;
2 trafic.
Étymologie: ἐμπολάω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. -ά Pi.P.2.67, E.Fr.Hyps.p.121, IG 42.123.23 (Epidauro IV a.C.); arcad. ἰνπ- IPArk.2.27 (Tegea V/IV a.C.)
I 1comercio, transacción comercial mediante trueque o esp. venta κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολάν al modo del comercio fenicio Pi.l.c., λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες S.Fr.555, ζαχρύσου δὲ δι' ἐμπολᾶς por trueque con oro, e.e. vendida a cambio de oro E.IT 1111, χρημάτων προσδεῖσθαι ... εἰς ἐμπολήν X.Cyr.6.2.39, τὰ ἰν ταῖς ἰνπολαῖς πάντα todo lo relativo a las transacciones comerciales, IPArk.l.c., ἐ. κερδαλέος Ael.NA 2.50, cf. Lib.Or.18.136.
2 ganancia obtenida por el comercio o la venta τὰν [δεκάταν δωσεῖ] ν τῷ Ἀσκλ[απ] ιῷ τᾶς ἐμπολᾶς τῶν ἰχθύων IG l.c., cf. Palaeph.45, PSI 666.8 (III a.C.)
•ganancia o pago obtenido por una prostituta, Artem.1.78, D.C.79.13.4.
II concr. mercancía ἔνδησον ... τῷ ξένῳ καλῶς τὴν ἐμπολήν Ar.Ach.930, βορᾶς ... ἐμπολὴν λαβεῖν E.Cyc.254, νάϊος ἐ. mercancía traida en barco E.Fr.759a.87, ὁλκάδες γέμουσαι ἐμπολῆς X.HG 5.1.23, en un pequeño comercio SB 15001.14 (III a.C.), τὸν ῥῶπον Αἰγιναίαν ἐμπολὴν λέγεσθαι Str.8.6.16, cf. E.Fr.932
•ἡ Ἐ. la Mercancía tít. de una comedia de Efipo, Ath.363c.
• Etimología: Rel. c. πέλομαι q.u., de *ku̯el- ‘ir y venir’.