ἐπιστροφάδην
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A turning this way and that way, κτεῖνε δ' επιστροφάδην Il.10.483; τύπτε δ' ἐ. 21.20, cf. Od.22.308, 24.184 (or perh., = ἐπιστρεφῶς, earnestly, vehemently, cf. Hsch.); ἐ. βαδίζειν wander back- and forwards, h.Merc.210; on all sides, Opp.C.1.79: Poet. and late Prose, ἐ. κτείνειν, ἀναιρεῖν, Ph.2.33,320.
German (Pape)
[Seite 986] hingewandt, sich hierhin u. dahin, nach allen Seiten wendend; Hom. vrbdt es mit κτείνειν u. τύπτειν, Il. 10, 483. 21, 20 Od. 22, 308. 24, 182, rings um sich tödten; doch erkl. schon Alte besser συνεστραμμένως καὶ ἰσχυρῶς, also wie ἐπιστρεφής, tüchtig, nachdrücklich; die erste Bdtg aber tritt hervor in dor Vrbdg mit βαδίζειν, umherschweifen, H. h. Merc. 210. – Bei Opp. Cyn. 1, 79 sich hinwendend zu Einem.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστροφάδην: κτεῖνε δ’ ἐπιστροφάδην, «ἐνεργῶς, ἐντόνως. ἤ, ἄλλοτε εἰς ἄλλον ἐπιστρεφόμενος. σπουδαίως» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 483· τύπτε δ’ ἐπιστροφάδην Φ. 20· τύπτον ἐπιστροφάδην, «τουτέστιν ἐπιστρεπτικῶς» (Εὐστ.), «μετ’ ἐπιστροφῆς τοῦ σώματος» (Ἀπολλώνιος), Ὀδ. Χ. 308, κτλ. (ἤ, κατ’ ἄλλους = ἐπιστρεφῶς, ζωηρῶς, σφοδρῶς)· ὡσαύτως, ἐπιστροφάδην δ’ ἐβάδιζεν, τουτέστιν οὐχὶ κατ’ εὐθεῖαν, ἀλλὰ τῇδε κἀκεῖσε ἀποκλίνων, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 210· ἁπανταχόθεν, Ὀππ. Κ. 1. 79: ― ποιητ. ἐπίρρ. ἀπαντῶν καὶ παρὰ Φίλωνι 2.177. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιστροφάδην· ἐπιστρεφόμενος ἰσχυρῶς. ἢ μετὰ ἐπιστροφῆς τοῦ σώματος, οἷον ἐπεστραμμένως, καὶ ἐνεργῶς».
French (Bailly abrégé)
adv.
en se tournant de tous côtés, càd avec véhémence.
Étymologie: ἐπίστροφος, -δην.