ἐπίφθεγμα

From LSJ
Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίφθεγμα Medium diacritics: ἐπίφθεγμα Low diacritics: επίφθεγμα Capitals: ΕΠΙΦΘΕΓΜΑ
Transliteration A: epíphthegma Transliteration B: epiphthegma Transliteration C: epifthegma Beta Code: e)pi/fqegma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A refrain, παιανικὸν ἐ., of the refrain ἰὴ Παιάν, Ath.15.696f.    II interjection, A.D.Synt.52.26.

German (Pape)

[Seite 1000] τό, das dabei, dagegen Gesagte, Gesungene, Sp.; so heißt ἰώ ἐπίφθ. παιανικόν, Ath. XV, 696 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίφθεγμα: τό, πᾶν ὅ,τι προφέρεται ἐναντίον τινός, ἐπιτίμησις, ἐπίπληξις, ἀπειλή, Ἰω. Χρυσ. τ. 5. σ. 140, 23, Εὐσ. Ἀποσπασμάτ. σ. 142, 29, κλ. ΙΙ. ἐπιφώνημα, ὡς τὸ ὤμοι ἐγὼ Ἀπολλ. Δ. περὶ Ἐπιρρ. 537, 10· κλητικὸν ἐπίφθεγμα τὸ ὦ ὁ αὐτ. περὶ Συντ. 52, 26· παιωνικὸν ἐπίφθεγμα Ἀθήν. 696F. ΙΙΙ. ἡ προσθήκη χορικῆς ᾠδῆς, ἥτις ὡσαύτως καλεῖται καὶ ἐπιφθεγματικὸν σύστημα, «ἔστι δέ τινα καὶ τὰ καλούμενα ἐπιφθεγματικά, ἃ διαφέρει ταύτῃ τῶν ἐφυμνίων, ὅτι τὰ μὲν ἐφύμνια ὡς πρὸς τὸν νοῦν συντελεῖ, τὰ δὲ ἐπιφθεγματικὰ ἐκ περιττοῦ ὡς πρὸς τὸ λεγόμενον τῇ στροφῇ πρόσκειται» Ἡφαιστ. 130, «τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐπῳδός... ἀλλὰ καλεῖται σύστημα ἐπιφθεγματικὸν» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 338.