θανατικός
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ή, όν,
A deadly, θ. ἐγκλήματα capital charges, D.S.37.5; νόμοι, ζημία, J.BJ3.5.7, AJ15.11.5; δίκη θ. trial on a capital charge, Plu.Per.10, Alex.42; of planetary influences, Vett. Val.129.4. 2 Medic., fatal, συνδρομή Gal.16.545. 3 Adv. -κῶς, λέγεσθαι, as expl. of δυσηλεγής, Eust.321.40.
German (Pape)
[Seite 1186] den Tod betreffend, zu ihm gehörig, δίκη, κρίσις, Proceß auf Tod u. Leben, Criminalproceß, Plut. Pericl. 10 Alex. 42 u. a. Sp.; auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτικός: -ή, -όν, θανατηφόρος, θανάτου ἄξιος, θ. ἔγκλημα, «διὰ θάνατον», Διόδ. Ἐκλογ. 610. 39· δίκη, Λατ. capitalis, Πλούτ. Περικλ. 10. Ἀλεξ. 42· - θανατικόν, τό, ἐπιδημικὴ ἀσθένεια, λοιμός, πανώλης, Βυζ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 321. 41.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la mort : θανατικὴ δίκη PLUT procès capital, qui peut entraîner la mort.
Étymologie: θάνατος.