καταναίω

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταναίω Medium diacritics: καταναίω Low diacritics: καταναίω Capitals: ΚΑΤΑΝΑΙΩ
Transliteration A: katanaíō Transliteration B: katanaiō Transliteration C: katanaio Beta Code: katanai/w

English (LSJ)

   A make to dwell, settle:—Act. only in poet. aor., κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Hes.Op.168; κ. ὑπὸ Χθονός Id.Th.6 20; γουνοῖσιν Νεμείης ib.329, cf. B.3.60:—aor. Med., δυσαρέστους δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη A.Eu.929 (anap.):—Pass., only in aor., take up one's abode, dwell, ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθη E.Ph.207 (lyr.); ἐν τῇ Χώρᾳ κατένασθεν (3pl.) Ar.V.662: so in aor. Med., ἐν Κέῳ κατενάσσατο A.R.2.520.    2 establish, βωμόν B.10.41.

German (Pape)

[Seite 1365] (s. ναίω), trans. im aor. I. κατένασσα, Bewohner wohinsetzen, ansiedeln, Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Hes. O. 166, γουνοῖ. σιν κατένασσε Νεμείης Th. 329, ὑπὸ χθονός 620; so auch med. aor., δυσαρέστους δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη Aesch. Eum. 889; Ap. Rh. 2, 520, ἐν δὲ Κέῳ κατενάσσατο, in der Bdtg sich ansiedeln, wohnen, wie sonst der aor. pass., ἵν' ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθην Eur. Phoen. 215; Ar. Vesp. 862.

Greek (Liddell-Scott)

καταναίω: (ναίω), κάμνω τινὰ νὰ κατοικήσῃ, κατοικίζω· ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ., τοῖς δὲ βίοτον ὀπάσσας κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 167· κ. ὑπὸ χθονὸς ὁ αὐτ. ἐν Θ. 620· γουνοῖσιν κ. Νεμείης αὐτόθι 329· οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ., δυσαρέστους δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη Αἰσχ. Εὐμ. 929·― καὶ ὁ Παθ. ἀόρ. ὡς μέσος, κατοικῶ, ἀποικῶ, ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθην Εὐρ. Φοίν. 207· ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν (γ΄ πλ.) Ἀριστοφ. Σφῆκ. 662· οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ. ἐν Κέῳ κατενάσσατο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 520. 2) καταναίειν, ἱδρύειν· βωμὸν κατένασσε Βακχυλίδ. ΧΙ. 40

French (Bailly abrégé)

ao. épq. κατένασσα;
établir, placer sur ou dans;
Moy. καταναίομαι (ao. κατενασσάμην) établir sur ou dans.
Étymologie: κατά, ναίω¹.