κατέδω

From LSJ
Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατέδω Medium diacritics: κατέδω Low diacritics: κατέδω Capitals: ΚΑΤΕΔΩ
Transliteration A: katédō Transliteration B: katedō Transliteration C: katedo Beta Code: kate/dw

English (LSJ)

Homeric pres.,

   A = κατεσθίω, eat up, devour, μυίας αἵ ῥά τε φῶτας . . κατέδουσιν Il.19.31; εὐλαὶ . . φῶτας ἀρηϊφάτους κ. 24.415: metaph., οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κ., eat up house, goods, etc., Od.2.237, 19.159, 534; ὃν θυμὸν κατέδων eating one's heart for grief, Il.6.202:— later in Pass . . ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι Arist.Fr.145.—For fut. κατέδομαι and other tenses, v. κατεσθίω.

German (Pape)

[Seite 1394] (s. ἔδω), ep. = κατεσθίω; μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας κατέδουσιν Il. 19, 31; von Würmern, 24, 415; βίοτον, Hab u. Gut aufzehren, Od. 19, 159; κτῆσιν 534; οἶκον 2, 237; übertr. von den Traurigen, ὃν θυμὸν κατέδων, sein Herz in Gram verzehrend, Il. 6, 202. – Κατέδομαι ist fut. zu κατεσθίω, w, m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κατέδω: Ὁμ. ἐνεστ. = κατεσθίω, κατατρώγω, καταβροχθίζω, μυίας αἳ ῥά τε φῶτας ἀρηϊφάτους κατέδουσιν Ἰλ. Τ. 31˙ οὕτως ἐπὶ τῶν σκωλήκων, Ω. 415˙ μεταφορ., οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κατέδειν, κατατρώγω οἶκον, περιουσίαν, ἐμπορεύματα, κτλ., Ὀδ. Β. 237., Τ. 159, 534˙ ὡσαύτως, ὃν θυμόν κατέδων, κατατρώγων τὴν καρδίαν του ἐκ τῆς λύπης, θλίψεως, Ἰλ. Ζ. 202 (πρβλ. καταθυμοβορῶ)˙- Παθ., ὡσαύτως, παρὰ μεταγεν. Ἀττ., ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 140˙ ἡ ἄμπελος ὑπὸ τῶν κτηνῶν κατέδεται Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 17, 7. - Περὶ τοῦ μέλλ. κατέδομαι καὶ ἄλλων χρόνων, ἴδε ἐν λ. κατεσθίω.

French (Bailly abrégé)

f. κατέδομαι, pf. κατεδήδοκα, épq. κατέδηδα, ao. κατηδέσθην, pf. κατεδήδεσμαι;
dévorer, manger, ronger ; fig. manger (son bien, ses ressources) ; au sens mor. ὃν θυμὸν κατέδων IL rongeant son cœur de chagrin.
Étymologie: κατά, ἔδω.

English (Autenrieth)

fut. κατέδονται: eat up, devour; fig., οἶκον, θῦμόν, β 23, Il. 6.202.