καυτηριάζω
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
A brand, Str.5.1.9:—Pass., Hippiatr.1: metaph., κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν 1 Ep.Ti.4.2.
German (Pape)
[Seite 1408] mit glühendem Eisen brennen, z. B. Pferde, um sie zu zeichnen, Strab. V, 1, 9, v. l. καυστ. Dah. κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν, im eigenen Gewissen gebrandmarkt, I. Timoth. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
καυτηριάζω: μέλλ. -άσω, καίω διὰ καυτηρίου, Στράβ. 215 (ἔνθ’ ἄλλοτε κακῶς καταστ-)· μεταφορ. ἐν τῷ παθητ., κεκαυτηριασμένοι τὴν συνείδησιν Α΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 2, «βεβασανισμένην, μὴ ἔχοντες τὴν συνείδησιν ὑγιῆ» Ἡσύχ.· διὰ τοῦ καυτῆρος ἐγκαίω, στιγματίζω, καυτηριάσαι τὰς ἵππους λύκον Στράβ. 5. 215·- ῥηματ. ἐπίθετ., καυτηριαστέον, Θεοφάν. Νόνν. 2. σ. 338.
French (Bailly abrégé)
brûler avec un fer rouge, cautériser ; marquer au fer rouge.
Étymologie: καυτήρ.
English (Strong)
from a derivative of καίω; to brand ("cauterize"), i.e. (by implication) to render unsensitive (figuratively): sear with a hot iron.