μηλέα

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλέα Medium diacritics: μηλέα Low diacritics: μηλέα Capitals: ΜΗΛΕΑ
Transliteration A: mēléa Transliteration B: mēlea Transliteration C: milea Beta Code: mhle/a

English (LSJ)

ἡ, (μῆλον B)

   A apple-tree, Pyrus malus, μηλέαι ἀγλαόκαρποι Od.7.115, cf. Thphr.HP3.3.1, CP2.11.6, Androt. ap. Ath.3.82c, etc.; μ. ἐαρινή is a variety, Thphr.HP2.1.3, PCair.Zen.486.2 (iii B. C.); μ. Ἀρμενική apricot, Prunus Armeniaca, Gal.6.76; μ. γλυκεῖα jenneting, Pyrus praecox, Thphr.HP4.13.2; μηλείη in Nic.Al.230, Nonn.D.12.275; ἡ Περσικὴ μ. citron, Citrus Medica, Thphr.HP1.11.4, CP1.11.1 (but, peach, Prunus persica in Gal.12.76); also called ἡ Μηδικὴ μ. Thphr.CP1.18.5, cf. HP1.13.4; μ. Κυδωνία quince, malus Punica, Dsc.1.115. [Disyll. in Od.24.340.]

German (Pape)

[Seite 172] ἡ, zsgzgn μηλῆ, der Apfelbaum; μηλέαι ἀγλαόκαρποι, Od. 7, 115. 24, 340, wo es zweisylbig zu lesen ist; Sp., wie Theophr., Paus.; Κυδωνία, der Quittenbaum; Περσική, der Pfirsichbaum.

Greek (Liddell-Scott)

μηλέα: ἡ, (μῆλον) τὸ δένδρον τὸ φέρον μῆλα, «μηλειά», Λατ. malus, μηλέαι ἀγλαόκαρποι Ὀδ. Ζ. 115., Λ. 589· μηλείη ἐν Νικ. Ἀλ. 230· - ἡ Περσικὴ μ., malus Persica, ἡ ῥοδακινέα, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 11, 5· ἢ ἡ Μηδικὴ μ., 1. 18, 5, πρβλ. ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 4., 4. 2· - μ. Κυδωνία, m. Punica, ἡ κυδωνέα, Διοσκ. [Δισύλλ. ἐν Ὀδ. Ω. 340.] - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σ. 563.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pommier, arbre.
Étymologie: μῆλον².