λιπαροκρήδεμνος
English (LSJ)
ον,
A with bright headband, Il.18.382, h.Cer.25, 459, etc.
German (Pape)
[Seite 50] mit glänzender Hauptbinde: Χάρις, Il. 18, 382; θεαί, p. bei Ath. XV, 682 f; vgl. H. h. Cer. 25. 459; Orph. Arg. 623.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰροκρήδεμνος: -ον, ἔχων λαμπρὸν κρήδεμνον (κεφαλόδεσμον), Ἰλ. Σ. 382, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 25. 459, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux bandelettes brillantes.
Étymologie: λιπαρός, κρήδεμνον.