μηνοειδής
English (LSJ)
ές, (μείς, μήνη)
A crescent-shaped, Hdt.1.75, Th.2.76, etc.; τομαί Arch.Pap.4.271 (iii A. D.); τάξις, φάλαγξ, X.An.5.2.13, Plu.Fab.16; μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν having formed them in a crescent, Hdt.8.16; of the sun when partially eclipsed, Th.2.28, X.HG4.3.10; of the crescent moon, Gem.9.7, Plu.2.157b, Vett. Val.106.31; μ. γωνία lune-like angle, Procl.in Euc.p.190.8, al. Adv. -δῶς Antyll. ap. Orib.44.23.39, Philostr. VA3.11, Longus 2.25.
German (Pape)
[Seite 175] ές, halbmondartig, -förmig; διώρυχα βαθέην ὀρύσσειν ἄγοντα μηνοειδέα, Her. 1, 75; μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, 8, 16, wo man τάγμα ergänzen kann, sie stellten die Schiffe halbmondförmig auf; ὁ ἥλιος γενόμενος μηνοειδής, bei der Sonnenfinsterniß, Thuc. 2, 28; vgl. Xen. Hell. 4, 3, 10 u. Plut. sept. sap. conv. 14, wo σελήνη πανσέληνος, μ., ἀμφίκυρτος die verschiedenen Mondviertel bezeichnen; τοῦ χωρίου μηνοειδοῦς ὄντος, Thuc. 7, 34; μηνοειδὲς ποιῶν τὸ κύρτωμα, von dem Heere, Pol. 3, 113, 8; σχῆμα, 115, 7; a. Sp.; βέλη, ὧν αἱ ἀκαὶ ἦσαν μηνοειδεῖς, Hdn. 1, 15, 11. – Adv., Philostr. v. Ap. 3, 11.
Greek (Liddell-Scott)
μηνοειδής: -ές, (μήνη) ὁ ἔχων σχῆμα ἡμισελήνου, Λατ. lunatus, Ἡρόδ. 1. 75, Θουκ. 2. 76, κτλ.˙ τάξις, φάλαγξ Ξεν. Ἀν. 5. 2, 13, Πλουτ. Φάβ. 16˙ μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, σχηματίσαντες αὐτὰς εἰς σχῆμα ἡμισελήνου, Ἡρόδ. 8. 16˙ ― ἐπὶ μερικῆς ἐκλείψεως τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Θουκ. 2. 28, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 10˙ ἐπὶ τῆς σελήνης ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτῆς, Πλούτ. 2. 157Β˙ πρβλ. διχότομος, ἀμφίκυρτος. Ἐπίρρ. -δῶς, Φιλόστρ. 102, κλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
en forme de demi-lune ou de croissant.
Étymologie: μήν², εἶδος.