πανταχοῖ
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
Adv.
A in every direction, any whither, ἄγειν τινά Ar.V. 1004; π. πρεσβεύσομεν (cf. πανταχοῦ), Id.Lys.1230; π. μᾶλλον οἴχεται πλέων D.4.24, cf. 8.76.
German (Pape)
[Seite 463] überall hin; Ar. Vesp. 1004; οἴχεται, Dem. 4, 24.
Greek (Liddell-Scott)
πανταχοῖ: Ἐπίρρ., κατὰ πᾶσαν διεύθυνσι, πρὸς οἱονδήποτε μέρος, Λατ. quovis, quoquoversus, ἄγειν τινὰ Ἀριστοφ. Σφ. 1004· παντ. πρεσβεύσομεν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 1230· π. μᾶλλον οἴχεται πλέων Δημ. 46. 29, πρβλ. 109. 2· - ἴδε ἐν λέξ. πανταχοῦ.
French (Bailly abrégé)
adv.
de tous côtés, partout avec mouv.
Étymologie: πᾶς, -αχοῖ.