παριππεύω
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
A ride along or over, πόντον E. Hel.1665 ; ride alongside, Th.7.78, Plb.5.83.7, Luc.Par. 61 ; ride past, Arr.Tact.37.1, 40.5. 2 ride up to, ἐπὶ τὰ μέσα Plb. 3.116.3. 3 pass by, δεινὸν παριππεῦσαι Κυπρίους ἄρτους Eub.77. 4 surpass, Philostr.VS1.24.9.
German (Pape)
[Seite 523] neben-, vorbeireiten; Thuc. 7, 78; Pol. 5, 83, 7 u. öfter; heranreiten, ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως, 3, 116, 3; zu Pferde durcheilen, πόντον, Eur. Hel. 1681; Sp. auch = überholen, übertreffen, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
παριππεύω: ἱππεύω ὑπεράνω, διέρχομαι ἔφιππος, πόντον παριππεύοντα Εὐρ. Ἑλ. 1665· ἱππεύω παραπλεύρως, Θουκ. 7. 78, πρβλ. Πολύβ. 5. 83, 7, κτλ. 2) ἱππεύω μέχρι τινός, παριππεύων ἐπὶ τὰ μέσα τῆς ὅλης παρατάξεως ὁ αὐτ. 3. 116, 3. 3) μεταφορ., διέρχομαι τὸν χρόνον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 5·-καὶ ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι, Βυζ. 4) παρέρχομαι, παραλείπω, παραμελῶ, Κύριλλ. II. παρέρχομαι, καὶ καθόλου ὑπερτερῶ, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 2, Φιλόστρ. 540. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παριππεύει· ἀφεὶς αὐτοὺς ἄλλῃ ὁδεύει. παρατρέχει. παρακολουθεῖ».
French (Bailly abrégé)
aller à cheval le long de ou au delà de.
Étymologie: παρά, ἱππεύω.