πήληξ

From LSJ
Revision as of 15:29, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήληξ Medium diacritics: πήληξ Low diacritics: πήληξ Capitals: ΠΗΛΗΞ
Transliteration A: pḗlēx Transliteration B: pēlēx Transliteration C: piliks Beta Code: ph/lhc

English (LSJ)

ηκος, ἡ,

   A helmet, ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ Il. 13.805 ; ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν 8.308; ἱππόκομος π. 16.797; old Ep. word, used by Ar.Ra.1017, Arist.Top.173b20.    2 serpent's crest, E.Hyps.Fr.16(18).4. (Commonly derived from πάλλω, πῆλαι, from the nodding of the plume, Apollon.Lex., etc.)

German (Pape)

[Seite 610] ηκος, ἡ, der Helm; Hom. ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ, Il. 13, 805, vgl. 15, 608. 16, 105; ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν, 8, 308; ἱππόκομος, 16, 797; Ar. Ran. 1085. Entweder von πάλλω, wegen der stets nickenden Bewegung des Helmbusches, oder nach Andern von πηλός, verwandt mit πέλις, πέλυξ, pelvis, Becken, Pickelhaube.

Greek (Liddell-Scott)

πήληξ: -ηκος, ἡ, κράνος, περικεφαλαία, ἀμφὶ δὲ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ Ἰλ. Ν. 805· ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθὲν Θ. 308· π. ἱππόκομος Π. 797· ἀρχαία Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1017. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ πάλλω, πῆλαι, ὡς ἐκ τῆς νεύσεως τοῦ λόφου, ἴδε Ἰλ. Π. 797).

French (Bailly abrégé)

ηκος (ἡ) :
casque, heaume à panache flottant.
Étymologie: πάλλω.

English (Autenrieth)

ηκος: helmet. (Il.)