στέγη

From LSJ
Revision as of 18:13, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέγη Medium diacritics: στέγη Low diacritics: στέγη Capitals: ΣΤΕΓΗ
Transliteration A: stégē Transliteration B: stegē Transliteration C: stegi Beta Code: ste/gh

English (LSJ)

Dor.and Aeol. στέγα, ἡ,

   A roof, A.Ag.897, Hdt.6.27, X.Mem.3.8.9, Ev.Marc.2.4, etc.; παρέχειν τινὶ σ. give one shelter, Arist.Fr.631; στέγῃ δέχεσθαί τινας OGI665.25 (Egypt, i A.D.).    2 ceiling, Alc.15, Call.Iamb.1.115 (Hermes 69.169).    II roofed place, chamber, room, Hdt.2.2, 148,175, Eup.347, X.Oec.8.13, etc.; covered vestibule, IG22.1046.13; ἕρκειος σ., of a tent, S.Aj.108; a hare's seat or form, Id.Fr.174; ἐκ κατώρυχος σ., of the grave, Id.Ant.1100, cf. 888.    2 storey of a house, PStrassb.110.6 (iii B.C.), PCair.Zen.766.4 (iii B.C.), etc.; ἡ ἀνωτάτη σ. Str.15.3.7; αἱ στέγαι the upper storeys, PPetr.2p.28 (iii B.C.), cf. SIG344.16 (Teos, iv B.C.), IG42(1).102.293 (Epid., iv B.C.), PLond.3.1164f28 (iii A.D.).    3 freq. in pl., house, dwelling, A.Ag.3,518, al.; κατὰ στέγας at home, S.OT637, al.; ἐπελεῦσαι τῷ ἀνδρὶ ἐπὶ στέγαν to the man's house, Leg.Gort.3.46, cf. Schwyzer 177.3 (Crete, v B.C.).    III deck of a ship, in Lat. stega, Plaut.Bacch.278, Stich.413.

German (Pape)

[Seite 932] ἡ, auch τέγη, Da ch; ὑψηλῆς στέγης στύλον ποδήρη, Aesch. Ag. 871; u. allgemein, Haus, ἐς ἀνθρώπων στέγας Eum. 56, u. öfter; ἴθι στέγης ἔσω, Soph. O. R. 1515, u. öfter, auch plur., τὰς ἐμὰς στέγας ἵκου, 533; von der Höhle, in der Philoktet wohnt, τάσδε πετρήρεις στέγας, Phil. 1246, vgl. ἐκ κατώρυχος στέγης, Ant. 987; und vom Zelt, ἕρκειος στέγη, Ai. 108. 728; oft Eur.; συμπίπτει στέγη, Herc. Fur. 905; στέγαις δέχεσθαι, Or. 46; auch μελάθρων στέγαι, Alc. 248, wie δόμων, Cycl. 118; Zimmer, Her. 2, 148. 175; Xen. oft, wie Cyr. 1, 14.

Greek (Liddell-Scott)

στέγη: ἡ, (στέγω) ὀροφή, στέγασμα, «σκεπή», Λατ. tectum, Ἡρόδ. 6. 27, Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, Ξεν., κλπ.· παρέχειν τινὶ στέγην, στέγασμα, καταφύγιον, Ἀριστ. Ἀποσπ. 588. ΙΙ. τόπος κεκαλυμμένος διὰ στέγης, θάλαμος, δωμάτιον, Ἡρόδ. 2. 2, 148, 175. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 13, Ξεν., κλπ.· ἕρκειος στ., ἐπὶ σκηνῆς, Σοφ. Αἴ. 108· φωλεὰ ἢ κοίτη λαγωοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 184· ἐκ κατωρυχος στ., ἐκ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1100. πρβλ. 888· - «πάτωμα» οἰκίας, Βυζ. 2) συχν. ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. tecia, οἰκία, κατοικητήριον, Ἀλκαῖ. 15, Αἰσχύλ. Ἀγ. 3. 518, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. τὸ κατάστρωμα πλοίου, stega παρὰ Plaut. Bacch. 2. 3, 44, Stich. 3. 1, 12.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. toit;
II. tout édifice couvert, particul. :
1 maison : κατὰ στέγας SOPH à la maison ; palais;
2 chambre;
3 tente;
4 tombeau.
Étymologie: στέγω.

English (Strong)

strengthened from a primary tegos (a "thatch" or "deck" of a building); a roof: roof.

English (Thayer)

στεγης, ἡ (στέγω to cover), from Aeschylus and Herodotus down, a roof: of a house, ἐισέρχεσθαι ὑπό τήν στέγην τίνος (see εἰσέρχομαι, 1, p. 187{b} bottom), Luke 7:6.