στόνυξ

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόνυξ Medium diacritics: στόνυξ Low diacritics: στόνυξ Capitals: ΣΤΟΝΥΞ
Transliteration A: stónyx Transliteration B: stonyx Transliteration C: stonyks Beta Code: sto/nuc

English (LSJ)

ῠχος, ὁ,

   A sharp point (prop. spear-point acc. to Sch.A.R.4.1679), as of a rock, πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου E.Cyc.401 (restd. for γ' ὄνυχα); πετραίῳ στόνυχι A.R.4.1679; νησιωτικὸς σ., Πάχυνος Lyc.1181; Οἰταῖος σ., of the boar's tusk, Id.486; λοίγιος σ., of the barb of the fish τρυγών, Id.795; στονύχεσσι λεόντων fangs, Opp.C. 3.232; συλόνυχας στόνυχας nail-removing prongs, i.e. nail-scissors, AP6.307 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 949] υχος, ὁ, wie ὄνυξ, die scharfe Spitze der Nägel oder Krallen, Hesych.; übh. Spitze, Schneide; Lycophr. 795; bes. ein scharfes, schneidendes Werkzeug, τοὺς συλόνυχας στόνυχας, Phani. 6 (VI, 307), Nagelscheere; von Bergen, Ap. Rh. 4, 1679 u. Lycophr.

Greek (Liddell-Scott)

στόνυξ: -ῠχος, ὁ, πᾶσα ὀξεῖα ἄκρα, οἷον ὀξὺ ἄκρον βράχου, πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου Εὐρ. Κύκλ. 401· πετραίῳ στόνυχι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1679· νησιωτικὸς στ., Πάχυνος Λυκόφρ. 1181· Οὐταῖος στ., ὁ χαυλιόδους ἀγριοχοίρου, Λυκόφρ. 486· λοίγιος στ., τὸ κέντρον τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου τρυγών, ὁ αὐτ. 795· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴου σαρκοβόρου καὶ ἁρπακτικοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 232· κονδυλομάχαιρον, τοὺς συλόνυχας στόνυχας Ἀνθ. Π. 6. 307. - Πρβλ. σπόρθυγξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στόνυχες· τὰ εἰς ὀξὺ λήγουσα, καὶ τὰ ἄκρα τῶν ὀνύχων», καὶ «στόνυξι· κέρασι».

French (Bailly abrégé)

υχος (ὁ) :
1 extrémité des ongles ou des griffes;
2 p. ext. pointe ou tranchant en gén. d’une pierre, d’un rocher ; particul. οἱ στόνυχες ciseaux.
Étymologie: στενός, ὄνυξ.