συνδιαπράσσω

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαπράσσω Medium diacritics: συνδιαπράσσω Low diacritics: συνδιαπράσσω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: syndiaprássō Transliteration B: syndiaprassō Transliteration C: syndiaprasso Beta Code: sundiapra/ssw

English (LSJ)

Att. συνδιαπράττω,

   A accomplish together or besides, Isoc.4.38, Luc.DDeor.24.1, etc.    II Med., negotiate at the same time, ὑπὲρ τῶν Κόλχων X.An.4.8.24.

German (Pape)

[Seite 1007] att. -ττω, mit od. zugleich bewirken, durchsetzen, Isocr. 4, 38 u. Sp., wie Luc. D. D. 24, 1 bis accus. 2 u. Plut. – Med. mit Einem verhandeln, um Etwas durchzusetzen, ὑπέρ τινος, Xen. An. 4, 8, 24.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαπράσσω: Ἀττικ. -ττω, διαπράσσω ὁμοῦ, Ἰσοκρ. 48Α, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, κλπ. ΙΙ. Μέσ., διαπραγματεύομαι συγχρόνως, ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 4. 8. 24.

French (Bailly abrégé)

mener à terme :
1 exercer (une charge, un pouvoir, etc.) avec, τινι;
2 accomplir avec;
Moy. συνδιαπράσσομαι négocier avec.
Étymologie: σύν, διαπράσσω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. συνδιαπράττω Α διαπράττω / διαπράσσω]]
1. διαπράττω κάτι από κοινού με άλλον ή αποπερατώνω κάτι ακόμη
2. διευθύνω, διοικώ από κοινού με άλλον
3. μέσ. συνδιαπράσσομαι
διαπραγματεύομαι ταυτόχρονα με άλλον.