ὑψίκομος

From LSJ
Revision as of 14:43, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐκομος Medium diacritics: ὑψίκομος Low diacritics: υψίκομος Capitals: ΥΨΙΚΟΜΟΣ
Transliteration A: hypsíkomos Transliteration B: hypsikomos Transliteration C: ypsikomos Beta Code: u(yi/komos

English (LSJ)

ον, also η, ον Q.S.5.119: (κόμη):—

   A with high-bound tresses, Ἑλένα Pi.Pae.6.95.    2 with lofty foliage, towering, δρύες Il.14.398, Od.9.186, Hes.Sc.376; ἐλάται E.Alc.585 (lyr.); ὄρη Asius Fr.Ep.8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίκομος: -ον, καὶ η, ον, Κόϊντ. Σμυρν. 5. 119 (κόμη)· ― ὁ ἔχων ὑψηλὴν κόμην, ὑψηλὸν φύλλωμα, ὑψηλός, δρῦς Ἰλ. Ξ. 398, Ὀδ. Ι. 186· δρῦς ὑψικόμους, ἐλάτας τε παχείας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509· ἐλάται Εὐρ. Ἄλκ. 585· ὄρη Ἄσιος παρὰ Παυσ. 8. 1, 4· τὸ τῶν ἀρετῶν ὑψίκομον Εὐστ. Πονημάτ. 360. 20. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑψίκομος· φοίνιξ καὶ ὁ ἄνω τὰς τρίχας ἔχων».

French (Bailly abrégé)

ος ou poét. η, ον :
à la chevelure élevée, càd au feuillage élevé ou à la cime chevelue.
Étymologie: ὕψι, κόμη.

English (Autenrieth)

(κόμη): with lofty foliage.

English (Slater)

ὑψῐκομος, -ον
   1 with high piled hair ὑψικόμῳ Ἑλένᾳ (Pae. 6.95)