χλιερός
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ή, όν, Ion. for χλιαρός: also Adv. χλιηρῶς, Hp.Mul.1.78; cf. χλιαρός.
German (Pape)
[Seite 1359] ion. statt χλιαρός, Cratin. bei Ath. 385 d.
Greek (Liddell-Scott)
χλιερός: -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ χλιαρός, ὃ ἴδε˙ τὸ δὲ χλιηρὸς παρ’ Ἱππ. εἶναι ἐφθαρμένον.