Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(I)
η
1. αχνός, ατμός
2. ελαφριά πνοή, αναπνοή
3. φρ. «δεν βγάζω άχνα» — δεν μιλάω καθόλου, σωπαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αχνίζω(ΙΙ), με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. λαχτάρα < λαχταρίζω, μαγάρα < μαγαρίζω, φοβέρα < φοβερίζω κ.ά.)].———————— (II)
ἄχνα, η (δωρ. τ.) (Α)
βλ. άχνη.