ταχύνω

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχύνω Medium diacritics: ταχύνω Low diacritics: ταχύνω Capitals: ΤΑΧΥΝΩ
Transliteration A: tachýnō Transliteration B: tachynō Transliteration C: tachyno Beta Code: taxu/nw

English (LSJ)

   A make quickly, κοιλὴν κάπετον χερσὶ ταχύνατε S.Aj.1404 (anap.); ὡς δύνασαι . . ταχύνας σπεῦσον κοιλὴν κάπετον ib.1164 (anap.); τάδε τοί με σπερχόμενος ταχύνει such are the words by which he urging hastens me, i.e. urges me to hasten, E.Alc.257 (lyr.):— Pass., σελὶς ταχυνομένη quickly written, AP6.227 (Crin.).    II intr., to be quick, make haste, hurry, A.Pers.692, Ch.660, S.OT861, OC219 (lyr.), Ar.Ec.582: in Prose, X.Cyr.8.5.15: c. gen., τοῦ ποιῆσαι LXX Ge.18.7.    2 to be early, ταχύνουσαν ἢ βραδύνουσαν ἀκμὴν προδιαγνῶναι Gal.19.201.

German (Pape)

[Seite 1076] schnell od. eilig machen, beeilen, beschleunigen, – intrans., sich beeilen, eilen; Aesch. Ch. 149; σπερχόμενος ταχύνει, Eur. Alc. 257; Xen. Cyr. 8, 5, 15; Soph. O. C. 219 Ai. 1143; Long. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύνω: [ῡ], ποιῶ τι ταχέως, ἐπισπεύδω, ἀλλ’ οἱ μὲν κοίλην κάπετον χερσὶ ταχύνατε, σκάψατε ταχέως κοῖλον τάφον, Σοφ. Αἴ. 1404· οὕτως, ὡς δύνασαι... ταχύνας σπεῦσον κοίλην κάπετον αὐτόθι 1164 τοῖα σπερχόμενος ταχύνει, τοιούτους λόγους ἐν σπουδῇ λέγει, Εὐρ. Ἄλκ. 255. ― Παθ., σελὶς ταχυνομένη, ταχέως στρεφομένη, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 227. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ταχύς, ἐνεργῶ ταχέως, σπεύδω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 692, Χο. 660, Σοφ. Ο. Τ. 861, Ο. Κ. 219, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 582· καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 15, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

1 tr. hâter, accélérer;
2 intr. se hâter, s’empresser.
Étymologie: ταχύς.

Greek Monolingual

ΝΑ ταχύς
επισπεύδω, επιταχύνω (α. «τάχυνε το βήμα σου» β. «κάλην τάπετον χερσί ταχύνατε», Σοφ.)
αρχ.
1. (αμτβ.) α) ενεργώ με ταχύτητα, είμαι ταχύς («καὶ τὸ ταχύνειν δὲ ὅπου φθάσαι δέος», Ξεν.)
β) εμφανίζομαι, έρχομαι πρόωρα («ταχύνουσαν ἤ βραδύνουσαν ἀκμήν προδιαγνῶναι», Γαλ.)
2. παθ. ταχύνομαι
μετακινούμαι ή στρέφομαι με ταχύτητα («σελὶς ταχυνομένη», Κριναγ.)
3. φρ. «σπερχόμενός τι ταχύνω» — λέω κάτι βιαστικά (Ευρ.).