πρυμνώρεια

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

σιτία εἰς ἀμίδα μὴ ἐμβάλλειν → cast not pearls before swine, do not throw pearls before swine

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνώρεια Medium diacritics: πρυμνώρεια Low diacritics: πρυμνώρεια Capitals: ΠΡΥΜΝΩΡΕΙΑ
Transliteration A: prymnṓreia Transliteration B: prymnōreia Transliteration C: prymnoreia Beta Code: prumnw/reia

English (LSJ)

ἡ, (ὄρος)

   A lower slope, foot of a mountain, Il.14.307, Pisand.Larandensis ap. St.Byz. s.v. Νιφάτης.

German (Pape)

[Seite 802] ἡ, der äußerste oder unterste Theil des Berges; ἐν πρυμνωρείῃ πολυπίδακος Ἴδης, Il. 14, 307, Schol. τὰ ἔσχατα καὶ κατώτατα τῶν ὀρῶν; vgl. Pisander bei St. B. v. Νιφάτης.

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνώρεια: ἡ, (ὄρος) τὸ κατώτατον μέρος τοῦ ὄρους, οἱ πρόποδες αὐτοῦ Ἰλ. Ξ. 307, Πείσανδρος παρὰ Στεφ. Β. ἐν λ. Νιφάτης. (Ἐσχήματίσθη κατὰ τὸ ἀκρώρεια, πρβλ. πρύμνα). - Κατὰ Φώτιον: «πρυμνώρειαν: τὸ κάτω μέρος τοῦ ὄρους», ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ. τοὐναντίον «πρυμνώρεια· ἀκρώρεια, ἄκρον ὄρους, τὸ ἔσχατον μέρος».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
extrémité d’une montagne.
Étymologie: πρυμνός, ὄρος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το κατώτατο τμήμα ενός βουνού, οι πρόποδές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + -ώρεια (< ὄρος), μέσω ενός αμάρτυρου πρυμνώρης (πρβλ. κρημν-ώρεια). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].